τρομ-ώδης

  • 1θαλλινώδης — θαλλινώδης, ῶδες (Α) (για τον Δούρειο ἱππο) ο καλυμμένος με θαλλούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλλινος + κατάλ. ώδης, πρβλ. ευ ώδης, τρομ ώδης] …

    Dictionary of Greek

  • 2καμπυλώδης — καμπυλώδης, ες (Μ) (για τα φρύδια) καμπυλοειδής, καμαρωτός, αμυγδαλωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλος + κατάλ. ώδης (πρβλ. ζοφ ώδης, τρομ ώδης)] …

    Dictionary of Greek