τρι-όφθαλμος

  • 1τετρόφθαλμος — ον. Μ αυτός που έχει τέσσερεις οφθαλμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ὀφθαλμός (πρβλ. τρι όφθαλμος)] …

    Dictionary of Greek

  • 2τριόφθαλμος — ον Α 1. αυτός που έχει τρεις οφθαλμούς 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ τριόφθαλμος ονομασία πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ὀφθαλμός (πρβλ. πεντ όφθαλμος)] …

    Dictionary of Greek

  • 3όπωπα — ὄπωπα (Α) παρακμ. β τού ορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μέλλ. τού ρήματος ὁρῶ, άω*, ὄψομαι, όπως και ο παθ. αόρ. ὤφθην, ο παθ. παρακμ. β ὦμμαι και ο ενεργ. παρακμ. β ὄπωπα (με αττικό αναδιπλασιασμό, πρβλ. ὄλωλα), ανάγονται σε ΙΕ ρίζα *okw (< *ә3ekw ) «βλέπω»… …

    Dictionary of Greek