τρι-μελής

  • 1πενταμελής — ές αυτός που αποτελείται από πέντε μέλη («α. πενταμελής οικογένεια» β. «πενταμελής αντιπροσωπεία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + μελής (< μέλος), πρβλ. τρι μελής. Η λ. μαρτυρείται από το 1824 στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά] …

    Dictionary of Greek

  • 2τεσσαρακονταμελής — ές, Ν (για σύνολο) αυτός που απαρτίζεται από σαράντα μέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα + μελής (< μέλος), πρβλ. τρι μελής. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] …

    Dictionary of Greek

  • 3τριμελής — ές, ΝΑ αυτός που αποτελείται από τρία μέλη («τριμελής επιτροπή») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το τριμελές δικαστήριο αποτελούμενο από τρία μέλη («η υπόθεση θα παραπεμφθεί στο τριμελές»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + μελής (< μέλος), πρβλ. μονο μελής] …

    Dictionary of Greek