τρι-κόρυθος

  • 1ευκόρυθος — εὐκόρυθος, ον (Α) αυτός που φέρει ωραία περικεφαλαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κόρυθος (< κόρυς, θος), πρβλ. ιππο κόρυθος, τρι κόρυθος] …

    Dictionary of Greek

  • 2ιπποκόρυθος — ἱπποκόρυθος, ον (Α) ιπποκορυστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + κόρυθος (< κόρυς «περικεφαλαία»), πρβλ. ευ κόρυθος, τρι κόρυθος] …

    Dictionary of Greek

  • 3τρικόρυθος — Δήμος της αρχαίας Αττικής, που ανήκε αρχικά στην Αιαντίδα και από το 146 μ.Χ. στην Αδριανίδα φυλή. Αποτελούσε μαζί με άλλες πόλεις την αττική Τετράπολη, και βρισκόταν A της Οινόης και BA του Μαραθώνα. Λεγόταν και Τρικόρυνθος. * * * ον, Α… …

    Dictionary of Greek