τρι-κάρηνος

  • 1τρικάρηνος — και δωρ. τ. τρικάρανος, ον, Α αυτός που έχει τρεις κεφαλές ή κορυφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. δı κάρηνος] …

    Dictionary of Greek

  • 2πεντηκοντακάρηνος — και δωρ. τ. πεντηκοντακάρανος, ον, Α αυτός που έχει πενήντα κεφάλια («Ἀΐδεω κύνα... πεντηκοντακάρανον», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + κάρηνα «κεφάλι» (πρβλ. τρι κάρηνος)] …

    Dictionary of Greek