τριτοπάτωρ
1Τριτοπάτωρ — great grandfather masc nom sg …
2τριτοπάτωρ — ορος, ο, ΝΑ στον πληθ. οι τριτοπάτορες μυθ. αγαθοί δαίμονες που προφύλασσαν την Αττική και τους κατοίκους της από κάθε κακό αρχ. ο προπάππος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + πάτωρ (< πατήρ*), πρβλ. μονο πάτωρ] …
3Τριτοπάτορα — Τριτοπάτωρ great grandfather masc acc sg …
4Τριτοπάτορας — Τριτοπάτωρ great grandfather masc acc pl …
5Τριτοπάτορες — Τριτοπάτωρ great grandfather masc nom/voc pl …
6πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… …