τρισμακαρίᾳ
1τρισμακαρία — τρισμακαρίᾱ , τρίσμακαρ thrice blest fem nom/voc/acc dual τρισμακαρίᾱ , τρίσμακαρ thrice blest fem nom/voc sg (attic doric aeolic) τρισμακαρίᾱ , τρισμακάριος fem nom/voc/acc dual τρισμακαρίᾱ , τρισμακάριος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2τρισμακαρίᾳ — τρισμακαρίᾱͅ , τρίσμακαρ thrice blest fem dat sg (attic doric aeolic) τρισμακαρίᾱͅ , τρισμακάριος fem dat sg (attic doric aeolic) …
3τρισμακάρια — τρίσμακαρ thrice blest neut nom/voc/acc pl τρισμακάριος neut nom/voc/acc pl …
4τρισμακαρίας — τρισμακαρίᾱς , τρίσμακαρ thrice blest fem acc pl τρισμακαρίᾱς , τρίσμακαρ thrice blest fem gen sg (attic doric aeolic) τρισμακαρίᾱς , τρισμακάριος fem acc pl τρισμακαρίᾱς , τρισμακάριος fem gen sg (attic doric aeolic) …
5τρισμακαρίαν — τρισμακαρίᾱν , τρίσμακαρ thrice blest fem acc sg (attic doric aeolic) τρισμακαρίᾱν , τρισμακάριος fem acc sg (attic doric aeolic) …
6τρισμακάρι' — τρισμακάρια , τρίσμακαρ thrice blest neut nom/voc/acc pl τρισμακάριε , τρίσμακαρ thrice blest masc voc sg τρισμακάριαι , τρίσμακαρ thrice blest fem nom/voc pl τρισμακάρια , τρισμακάριος neut nom/voc/acc pl τρισμακάριε , τρισμακάριος masc voc sg… …
7επονομασία — η (ΑΜ ἐπονομασία) νέα, πρόσθετη ονομασία από κάποια αιτία («τοὺς βαπτιζομένους ἐπὶ τρισμακαρίᾳ ἐπονομασία» αυτούς που βαπτίζονται για να αποκτήσουν το τρισμακάριστο όνομα τού χριστιανού, Κλήμ. Αλ.) …