τριπλάσιος
1τριπλάσιος — thrice as many masc nom sg …
2τριπλάσιος — α, ο / τριπλάσιος, ία, ον, ΝΜΑ 1. (για αριθμό, μέγεθος, ποσότητα) τρεις φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από άλλον (α. «τα έξοδα φέτος είναι τριπλάσια» β. «ζημιοῡσθαι... τριπλασίᾳ τῆς πρώτης ζημίας», Πλάτ. γ. «τοῡτον τριπλασίας τιμῆς ἢ πρότερον… …
3τριπλάσιος — α, ο επίρρ. α, 1. τρεις φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος, τριπλός: Το 6 είναι τριπλάσιο του 2. 2. το ουδ. ως ουσ., τριπλάσιο, το τριπλάσια ποσότητα: Να βάλεις στη βανίλια το τριπλάσιο ζάχαρη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4τριπλασίω — τριπλάσιος thrice as many masc/neut nom/voc/acc dual τριπλάσιος thrice as many masc/neut gen sg (doric aeolic) …
5τριπλασίων — τριπλάσιος thrice as many fem gen pl τριπλάσιος thrice as many masc/neut gen pl τριπλασίων masc/fem nom sg …
6τριπλασίως — τριπλάσιος thrice as many adverbial τριπλάσιος thrice as many masc acc pl (doric) …
7τριπλάσιον — τριπλάσιος thrice as many masc acc sg τριπλάσιος thrice as many neut nom/voc/acc sg τριπλασίων masc/fem voc sg τριπλασίων neut nom/voc/acc sg …
8τριπλασίοις — τριπλάσιος thrice as many masc/neut dat pl …
9τριπλασίου — τριπλάσιος thrice as many masc/neut gen sg …
10τριπλασίους — τριπλάσιος thrice as many masc acc pl …