τριπαία

  • 1τριπαία — ἡ, Α (ποιητ. τ.) 1. τροπαία* 2. (κατά τον Φώτ.) «ἐναντία πνοή». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δ. γρφ. τού τ. τροπαία] …

    Dictionary of Greek