τρικυμία

  • 1τρικυμία — η, ΝΜΑ, και τρικυμιά Ν μεγάλη θαλασσοταραχή, φουρτούνα νεοελλ. μτφ. 1. πνευματική, ψυχική ταραχή («σ εκείνη την τρικυμιά, που μ άνοιξε το μνήμα», Σολωμ.) 2. δυσμενής περίσταση, ταλαιπωρία («πέρασε πολλές τρικυμίες στα γεροντάματα») αρχ. 1. πολύ… …

    Dictionary of Greek

  • 2τρικυμία — τρικῡμίᾱ , τρικυμία group of three waves fem nom/voc/acc dual τρικῡμίᾱ , τρικυμία group of three waves fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3τρικυμίᾳ — τρικῡμίαι , τρικυμία group of three waves fem nom/voc pl τρικῡμίᾱͅ , τρικυμία group of three waves fem dat sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4τρικυμία — η 1. μεγάλη θαλασσοταραχή, φουρτούνα. 2. μτφ., αναποδιά της τύχης, δύσκολη περίσταση, ταλαιπωρία: Γνώρισε πολλές τρικυμίες στη ζωή του ο στρατηγός. 3. πνευματική, ψυχική ταραχή: Τρικυμία των παθών …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 5τρικυμιώδης — ες, Ν 1. αυτός που αναφέρεται σε τρικυμία ή αυτός που έχει τρικυμία, ταραχώδης, φουρτουνιασμένος 2. μτφ. περιπετειώδης, πολυτάραχος. επίρρ... τρικυμιωδώς Ν με τρικυμιώδη τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρικυμία. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο… …

    Dictionary of Greek

  • 6треволнение — русск. цслав. трьвълнениɪе τρικυμία (минея 1096г.; см. Срезн. III, 1015), сербск. цслав. трьвлънение. От трь (см. тре ) и волна по аналогии греч. τρικυμία; см. Потебня у Горяева, Доп. I, 49. Не является более вероятным сравнение с греч. τρέμω… …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • 7κακοτάξιδος — η, ο (κυρίως για πλοίο) αυτός που κάνει κακό ταξίδι, που επηρεάζεται από την τρικυμία, που κλυδωνίζεται πολύ από την τρικυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ταξίδι (πρβλ. καλο τάξιδος)] …

    Dictionary of Greek

  • 8καταχειμάζομαι — (AM) προσβάλλομαι από κακοκαιρία, από τρικυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χειμάζομαι «προσβάλλομαι από καταιγίδα, από τρικυμία»] …

    Dictionary of Greek

  • 9τρικυμίζω — Ν [τρικυμία] 1. επιφέρω τρικυμία 2. μτφ. διαταράσσω σε μεγάλο βαθμό, δημιουργώ αναστάτωση 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τρικυμισμένος, η, ο τρικυμιώδης …

    Dictionary of Greek

  • 10Κύζικος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν βασιλιάς των Δολιόνων, γιος του Αινεία και της Αινήτης. Η μυθολογική παράδοση αναφέρει ότι υποδέχθηκε τους Αργοναύτες, όταν το πλοίο τους έφτασε στη χώρα του, παρασυρμένο από την τρικυμία, τους φιλοξένησε εγκάρδια και… …

    Dictionary of Greek