τριετηρικός
1τριετηρικός — ή, όν, Α [τριετηρίς] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μια τριετηρίδα 2. (για παρεμβολή εμβόλιμων ημερών) αυτός που γίνεται ανά τριετία …
2τριετηρικά — τριετηρικός belonging to a neut nom/voc/acc pl τριετηρικά̱ , τριετηρικός belonging to a fem nom/voc/acc dual τριετηρικά̱ , τριετηρικός belonging to a fem nom/voc sg (doric aeolic) …
3τριετηρικόν — τριετηρικός belonging to a masc acc sg τριετηρικός belonging to a neut nom/voc/acc sg …
4τριετηρικοῦ — τριετηρικός belonging to a masc/neut gen sg …
5τριετηρικήν — τριετηρικός belonging to a fem acc sg (attic epic ionic) …
6τριετηρικῶς — τριετηρικός belonging to a adverbial …
7τριετηρικῷ — τριετηρικός belonging to a masc/neut dat sg …
8τριετηρικάς — τριετηρικά̱ς , τριετηρικός belonging to a fem acc pl …