τριέτης
1τριέτης — of masc/fem acc pl (attic epic doric) τριέτης of masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) τριέτης of masc/fem nom sg τριέτης of masc nom sg …
2τριετής — of masc/fem nom sg …
3τριετής — ές, ΝΑ, και τριετής, τρίετες, θηλ. και τριέτις Α 1. αυτός που έχει διάρκεια τριών ετών 2. αυτός που έχει ηλικία τριών ετών 3. αυτός που γίνεται κάθε τρίτο έτος νεοελλ. φρ. «τριετές σύστημα» (γεωπ.) η επανάληψη τής καλλιέργειας ενός φυτού κάθε… …
4τριετής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. αυτός που διαρκεί τρία έτη: Τριετής πόλεμος. 2. αυτός που έχει ηλικία τριών ετών: Τριετές αγοράκι. 3. αυτός που γίνεται κάθε τρίτο έτος: Τριετές πανηγύρι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5τριετῆ — τριέτης of masc/fem acc sg (attic epic doric) τριετής of neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τριετής of masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) τριετής of masc/fem acc sg (attic epic doric) …
6τριέτη — τριέτης of neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τριέτης of masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) τριέτης of masc/fem acc sg (attic epic doric) τριέτης of masc voc sg …
7τριετές — τριέτης of neut acc sg τριετής of masc/fem voc sg τριετής of neut nom/voc/acc sg …
8τριετῶν — τριέτης of masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) τριέτης of masc gen pl τριετής of masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …
9τριέτεα — τριέτης of neut nom/voc/acc pl (epic ionic) τριέτης of masc/fem acc sg (epic ionic) τριέτης of masc acc sg (epic ionic) …
10τριέτει — τριέτης of masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) τριέτης of masc/fem/neut dat sg τριέτεϊ , τριέτης of dat sg (epic) …