τρεχέδειπνος
1τρεχέδειπνος — running to a banquet masc/fem nom sg …
2τρεχέδειπνος — ον, Α 1. (για άνθρωπο παράσιτο) αυτός που τρέχει για δείπνο ακόμη κι όταν έχει ασχολία 2. αυτός που τρέχει αργά για δείπνο και επείγεται να προφθάσει 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τρεχέδειπνα ελαφρά εσθήτα ή πέδιλα που φορούσαν τα παράσιτα άτομα …
3τρεχεδειπνότερον — τρεχέδειπνος running to a banquet adverbial comp τρεχέδειπνος running to a banquet masc acc comp sg τρεχέδειπνος running to a banquet neut nom/voc/acc comp sg …
4τρεχέδειπνον — τρεχέδειπνος running to a banquet masc/fem acc sg τρεχέδειπνος running to a banquet neut nom/voc/acc sg …
5τρεχεδείπνους — τρεχέδειπνος running to a banquet masc/fem acc pl …
6τρεχέδειπνοι — τρεχέδειπνος running to a banquet masc/fem nom/voc pl …
7δείπνο — το και δείπνος, ο (AM δεῑπνον, το και δεῑπνος, ο) 1. το βραδινό φαγητό («κι ανέγνοιος εκοιμούντονε, το δείπνο να χωνέψει» «ἔχουσι γεῡμα θλιβερόν, δεῑπνον ὀνειδισμένον» «χωρεῑν ἐπὶ δεῑπνον») 2. η ώρα τού βραδινού φαγητού (α. «θα γυρίσουμε κατά το… …
8τρεχεδειπνώ — έω, Μ [τρεχέδειπνος] τρέχω για δείπνο …