-
1 τρελός
[трэлос] ас. безумный, сумасшедший, помешанный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τρελός
-
2 сумасшедший
-
3 ум
-
4 сумасшедший
-ая, -ееεπίθ. κ. ουσ.1. παράφρονας, φρενοβλαβής, τρελός.2. ανόητος• παράλογος, αλλόκοτος.3. εντατικότατος• ισχυρότατος, μέγιστος•-ая пляска τρελός χορός•
-ая скорость μέγιστη ταχύτητα•
-ая цена απίστευτη (αφάνταστα υψηλή) τιμή.
-
5 слон
слонм1. ἀ ἐλέφαντας [-ας]·2. шахм. ὁ ἀξιωματικός, ὁ τρελός (στό σκάκι)· ◊ делать из му́хи \слонΑ разг τά παραφουσκώνω, κάνω τήν τρίχα τριχιά, κάνω τό τοσουλάκι τόσο. -
6 сумасшедший
[σουμασέτσυϊ] εκ. τρελός -
7 умалишенный
[ουμαλισιόννυΐ] εκ. τρελός -
8 шальной
[σαλ’νοϊ] εχ. τρελός -
9 сумасшедший
[σουμασέτσυϊ] επ τρελός -
10 умалишенный
[ουμαλισιόννυϊ] επ τρελός -
11 шальной
[σαλ’νοϊ] εχ. τρελός -
12 помешанный
επ. βρ: -шан, -а, -оφρενοβλαβής, ψυχοπαθής, παράφρονας, τρελός. || μτφ. μανιώδης• λοξίας• τρελάκιας.
См. также в других словарях:
τρελός — και παλ. τ. τρελλός, ή, ό, Ν 1. (ως επίθ. και ως ουσ.) φρενοβλαβής, παρανοϊκός, παράφρονας 2. ανόητος, απερίσκεπτος («τρελές σκέψεις») 3. άτακτος, ο χωρίς πειθαρχία («τρελό κορίτσι») 4. αυτός που επιθυμεί κάτι μανιωδώς («είμαι τρελός για σένα») 5 … Dictionary of Greek
τρελός — ή, ό επίρρ. ά 1. παράφρονας, φρενοβλαβής, ψυχοπαθής. 2. μτφ., απερίσκεπτος, ανόητος: Τρελά καμώματα. 3. πολύ άστατος, σκανταλιάρικος: Τρελό παιδί. 4. αυτός που ποθεί κάτι ως την τρέλα: Είναι τρελός γι αυτή. 5. στο σκάκι ο «αξιωματικός» που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Un Vengos fou, fou, fou — Données clés Titre original Είναι ένας τρελός, τρελός, τρελός Βέγγος (Íne énas trélos, trélos, trélos Véngos) Réalisation Pános Glykofrídis Scénario Napoleon Eleftheriou Dimitris Vasiliadis … Wikipédia en Français
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Thanássis Véngos — Thanássis Véngos, Commandeur de l Ordre du Phénix de la République Hellénique, (en grec moderne : Θανάσης Βέγγος), né le 26 mai 1927 à Néo Fáliro, quartier du Pirée et mort le 3 mai 2011 à Athènes est un acteur de cinéma … Wikipédia en Français
Венгос, Танассис — Танассис Венгос Дата рождения: 29 мая 1929(1929 05 29) Место рождения: Пирей Дата смерти … Википедия
προσωδία — Το σύνολο των γλωσσικών φαινομένων των σχετικών με τον τόνο και την ποσότητα (βραχύτητα ή μακρότητα) των συλλαβών. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως στη μετρική. Αντίθετα, στη σύγχρονη γλωσσολογία, με τον όρο π. εννοούμε το σύνολο των φωνητικών… … Dictionary of Greek
Κάρολος — I (Charles). Όνομα επτά αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’. Βλ. λ. Καρλομάγνος. 2. Κ. Β’, ο Φαλακρός (Φρανκφούρτη 823 – Μπριντ λε Μπεν, Σαβοΐα 877). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (875 877). Ήταν υστερότοκος… … Dictionary of Greek
Marika Krevata — Marika Kotopouli Μαρίκα Κρεβατά Born 1910 Athens, Greece Died September 14, 1994 … Wikipedia
Nikitas Platis — Νικήτας Πλατής Born 1912 Amorgos, Greece Died November 14, 1984 Greece Occupation actor Nikitas Platis (Greek: Νικήτας Πλατής, 1912 in Amorgos November 14, 1984 in Athens) was a Greek actor in theater and movi … Wikipedia
Nikos Rizos — For other uses, see Rizos. Nikos Rizos Νίκος Ρίζος Born September 30, 1924(1924 09 30) Peta, Greece Died April 20, 1999(1999 04 20) (aged 74) Athens, Greece Occupation … Wikipedia