τρελός
81μπατσελάδος — η, ο τρελός, ξετρελαμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. bacilar] …
82ντιπ — επίρρ. 1. ολοκληρωτικά, ολωσδιόλου, ολότελα («είναι ντιπ φτωχός») 2. (σε αρνητ. πρότ.) καθόλου, ούτε μια σταλιά («δεν σκαμπάζει ντιπ από μουσική») 3. συντίθεται με την πρόθεση κατά προκειμένου να δηλώσει εμφαντικά μια έννοια και μερικές φορές… …
83ξέφρενος — η, ο 1. αυτός που είναι έξω φρενών, που έχασε την ψυχραιμία του και το λογικό του, τρελός 2. αυτός που είναι έξω από τους φραγμούς που επιβάλλει η λογική, έξαλλος («ξέφρενο γλέντι») 3. (για ταχύτητα, δρόμο) φρενήρης, ιλιγγιώδης («ξέφρενη κούρσα») …
84ξενιτειά — Ο ξένος τόπος, το να ζει κανείς σε ξένο τόπο. Την ξ., τα δημοτικά τραγούδια και τα νεότερα λαϊκά, τη θεωρούν βαρύτερη και από το θάνατο. Ο όρος προέρχεται από τη λόγια λέξη ξενιτεία. Υπάρχει άλλωστε και μεταβυζαντινό στιχούργημα περίπου 550… …
85πάρετος — ον ΜΑ [παρίημί] 1. χαλαρός, παράλυτος, παραλυμένος («μέχρι ἄν... διακόψας τὰ νεῡρα ποιήση πάρετον τὸ ζῷον», Διόδ.) 2. άτονος, νωθρός 3. τρελός, αλλόφρονας …
86πάσχω — ΝΜΑ και πάσκω, Ν 1. υφίσταμαι την επενέργεια κάποιου, υπόκειμαι σε κάτι, σε αντιδιαστολή προς το ποιώ και το πράττω («πολλὰ μέν... πείσεσθαι, πολλὰ δὲ ποιήσειν», Ηρόδ.) 2. κατέχομαι από ασθένεια, είμαι άρρωστος (α. «χρόνια τώρα πάσχει από το… …
87παλαβός — ή, ό 1. ανισόρροπος, τρελός 2. ανόητος, ασύνετος 3. παράτολμος, ριψοκίνδυνος 4. παράφορα ερωτευμένος. επίρρ... παλαβά με παλαβό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < *παλαλός < ἀπολωλός, μτχ. τού ἀπόλλυμαι. Κατ άλλους το επίθ. έχει προέλθει από το ουσ.… …
88παράκοπος — ον, Α [παρακόπτω] 1. πλαστός, κίβδηλος, νόθος 2. μτφ. παράφρονας, τρελός …
89παράληρος — ον, Α 1. παράφρονας, μανιακός, τρελός 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παράληρος παραφροσύνη, τρέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. παραληρώ] …
90παράπαιστος — ον, Α [παραπαίω] άμυαλος, τρελός …