τρελός
71μαινόλης — και μαινόλας, ὁ, θηλ. μαινόλις (Α) 1. τρελός, παράφρων («μαινόλα θυμῷ», Σαπφ.) 2. (για τον οίνο) αυτός που κάνει κάποιον μανιώδη 3. επίκληση τού Διονύσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαίνομαι + επίθημα όλης (πρβλ. αρμ. οl), πρβλ. κοι όλης, φαινόλης] …
72μανιακός — και μανικός, ή, ό (AM μανικός και μανιακός, ή, όν) [μανία] αυτός που κατέχεται από μανία, μαινόμενος, παράφρων, τρελός («ταύτην τὴν ἐπωνυμίαν ἔλαβες τὸ μανικὸς καλεῑσθαι», Πλάτ.) νεοελλ. 1. ως ουσ. άνθρωπος παράφρων, ανισόρροπος 2. αυτός που… …
73μανιαστής — μανιαστής, ὁ (Α) μαινόμενος, τρελός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μανία, μέσω ενός αμάρτυρου αρχ. ρ. *μανιάζω] …
74μανισάρης — ο (Μ μανισάρης και μανισιάρης) μανιακός, τρελός. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το θ. τού αορ. τού ρ. μανίζω + κατάλ. –άρης (πρβλ. λυσσ άρης) …
75μανιώδης — ες (AM μανιώδης, ῶδες) [μανία] 1. αυτός που κατέχεται από μανία, παράφρων, τρελός, μανιακός («μανιώδης συμπεριφορά») νεοελλ. αυτός που αρέσκεται υπερβολικά σε κάτι, αυτός που αγαπά κάτι με μανία («είναι μανιώδης καπνιστής») νεοελλ. μσν. 1.… …
76μεθώ — (Μ μεθώ, άω) 1. κάνω κάποιον να μεθύσει, μεθύσκω («τόν μέθυσαν και μετά τόν έκλεψαν») 2. μτφ. α) προκαλώ σε κάποιον ηδονικό συναίσθημα β) σκοτίζω τον νου, ζαλίζω γ) προκαλώ σε κάποιον ψυχική έξαρση ή ενθουσιασμό 3. βρίσκομαι σε κατάσταση μέθης,… …
77μεσοξετρουμισμένος — η, ο σχεδόν τρελός από τον τρόμο, μισότρελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ξετρουμίζω «τρομάζω»] …
78μισότρελος — η, ο σχεδόν τρελός, μισοπάλαβος …
79μουρλαίνω — [μούρλος] 1. κάνω κάποιον μουρλό, τρελαίνω, ζουρλαίνω 2. μτφ. α) εκνευρίζω, παροξύνω («μέ μούρλανες με τις φωνές του») β) ερεθίζω, ζαλίζω («τόν μούρλανε με τα χάδια της») 3. παθ. μουρλαίνομαι κάνω σαν τρελός, εξίσταμαι («μουρλάθηκε από τη χαρά… …
80μπαμπουίνος — (papio cynocefalus). Πίθηκος της ομάδας των κυνοκέφαλων που ζει στην Αίγυπτο και σε μεγάλο τμήμα της κεντρικής και ανατολικής Αφρικής. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι τον θεωρούσαν ιερό ζώο. Το ρύγχος του μ., όπως και όλων των κυνοκέφαλων πιθήκων, μοιάζει… …