τραῦμα
1τραῦμα — wound neut nom/voc/acc sg …
2τραύμα — (Ιατρ.) Πρόσφατη κάκωση του δέρματος και των υποκείμενων ιστών εξαιτίας μηχανικής βίας σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος. Eπιφανειακά είναι τα τ. που αφορούν μόνο το δέρμα και τον υποδόριο ιστό, βαθιά ή σύνθετα αυτά που φτάνουν μέχρι τους… …
3τραύμα — το, ατος 1. βλάβη του σώματος από εξωτερική βία, πληγή, λαβωματιά. 2. τραυματισμός …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4τραῦμ' — τραῦμα , τραῦμα wound neut nom/voc/acc sg …
5τραυμάτων — τραῦμα wound neut gen pl …
6τραύμασι — τραῦμα wound neut dat pl …
7τραύμασιν — τραῦμα wound neut dat pl …
8τραύματα — τραῦμα wound neut nom/voc/acc pl …
9τραύματι — τραῦμα wound neut dat sg …
10τραύματος — τραῦμα wound neut gen sg …