τραῦμα

  • 91ατραυμάτιστος — η, ο (AM ἀτραυμάτιστος, ον) μη τραυματισμένος, άτρωτος αρχ. αυτός που δεν προέρχεται από τραύμα …

    Dictionary of Greek

  • 92αυτοακρωτηριασμός — ο·1. το να ακρωτηριάζει κανείς τον ίδιο τον εαυτό του, να κόβει μέλη του σώματός του 2. τραύμα ή ακρωτηριασμός που προκαλεί κάποιος στον εαυτό του για να επιτύχει στρατιωτική απαλλαγή ή αποζημίωση …

    Dictionary of Greek

  • 93αυτοτραυματισμός — ο 1. τραυματισμός που προξενώ ο ίδιος στον εαυτό μου 2. τραύμα που κάνω σκόπιμα για να φύγω από τη μάχη ή από τον στρατό …

    Dictionary of Greek

  • 94αφή — Είναι η αίσθηση που επιτρέπει την αναγνώριση των εξωτερικών χαρακτηριστικών και της επιφάνειας των αντικειμένων (σχήμα, όγκος, τραχύτητα, λειότητα, ομοιομορφία κ.ά.) με την επαφή του δέρματος. Τα απτικά αισθήματα προκαλούν, όταν ερεθιστούν, με… …

    Dictionary of Greek

  • 95αφορμίζω — [αφορμή] 1. ερεθίζω, μολύνω ένα τραύμα 2. ερεθίζομαι, διαπυούμαι, παθαίνω φλεγμονή 3. ταράζομαι, γίνομαι έξαλλος, χάνω τα λογικά μου …

    Dictionary of Greek

  • 96βάρεμα — το (Α βάρημα, Μ βάρεμα) βάρος, φορτίο μσν. νεοελλ. 1. ενόχληση, δυσφορία 2. επιβάρυνση, φόρος αρχ. νεοελλ. χτύπημα, πλήγμα νεοελλ. 1. τραύμα 2. η ώρα που βαράει, που ανατέλλει ο ήλιος μσν. στον πληθ. οι αποσκευές. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βάρεμα < αρχ.… …

    Dictionary of Greek

  • 97βαβά — (I) (AM βαβαί) επιφών. (εκφράζει λύπη) αχ! πω πω! αρχ. εκφράζει έκπληξη ή θαυμασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. (πρβλ. βαβάζω, παπαί). Το λατ. babae είναι δάνειο από την Ελληνική]. (II) το (λ. της παιδικής γλώσσας) 1. πληγή, χτύπημα, τραύμα 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 98βαρεματιά — η [βάρεμα] 1. χτύπημα 2. τραύμα …

    Dictionary of Greek

  • 99βαρεσιά — η [βαρώ] 1. χτύπημα, τραύμα 2. οκνηρία, τεμπελιά …

    Dictionary of Greek

  • 100βελουλκία — βελουλκία, η (Μ) [βελουλκός] εξαγωγή, αφαίρεση βελών από τραύμα …

    Dictionary of Greek