τραῦμα

  • 81αμφιθνήσκω — ἀμφιθνήσκω (Α) [θνῄσκω] (για τη σάρκα) απονεκρώνομαι γύρω από τραύμα 2. νεκρώνομαι, πεθαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + θνῄσκω] …

    Dictionary of Greek

  • 82αμύσσω — ἀμύσσω και ττω (Α) 1. σχίζω, γρατσουνώ, κομματιάζω 2. κατασπαράζω, ξεσχίζω, κατακρεουργώ 3. (για κάθε ελαφρό και επιπόλαιο τραύμα που προκαλείται από οποιαδήποτε αιτία) κεντώ, τσιμπώ 4. ξεσχίζω από πόνο, θλίψη, θλίβω, κάνω να σπαράζει 5. Ιατρ.… …

    Dictionary of Greek

  • 83ανάνηψη — Σειρά θεραπευτικών μέσων με σκοπό την αποκατάσταση της αναπνευστικής λειτουργίας, όταν προς στιγμήν αναστέλλεται σε ένα άτομο που έχει πάθει ασφυξία από πνιγμονή, κρανιακό τραύμα, δηλητηρίαση από ναρκωτικά ή σε ένα ασφυκτικό νεογνό. Η α. αποτελεί …

    Dictionary of Greek

  • 84αναξέω — (Α ἀναξέω) νεοελλ. 1. (για πληγές) ερεθίζω με ξύσιμο, ανοίγω πάλι το τραύμα 2. (για εχθρότητα, πάθος κ.λπ.) ανανεώνω, υποδαυλίζω, επαναφέρω σε οξύτητα αρχ. κάνω κάτι λείο ή στιλπνό, λειαίνω, στιλβώνω, γυαλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + ξέω «ξύνω,… …

    Dictionary of Greek

  • 85αναξαίνω — (Α ἀναξαίνω) [ξαίνω] νεοελλ. 1. ξαίνω μάλλινο ύφασμα για να αποκτήσει χνούδι 2. ξαίνω το μετάξι με το λανάρι και σχηματίζω τουλούπα αρχ. 1. (για τραύμα) ανοίγω πάλι, ξαναξύνω, αποξύνω 2. αναζωπυρώνω, ανακινώ, ανανεώνω …

    Dictionary of Greek

  • 86ανεπούλωτος — η, ο (Μ ἀνεπούλωτος, ον) 1. (για τραύμα) εκείνος που δεν έχει ακόμη επουλωθεί, δεν έκλεισε, αυτός που δεν θεραπεύθηκε, δεν λησμονήθηκε …

    Dictionary of Greek

  • 87ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω …

    Dictionary of Greek

  • 88απερίστατος — ἀπερίστατος, ον (AM) [περιίστημι] 1. (γενικά) αυτός γύρω από τον οποίο δεν στέκεται κανένας 2. αυτός που δεν έχει ανάγκη να φρουρείται, ασφαλής 3. μονήρης, μόνος, έρημος μσν. ανυπεράσπιστος αρχ. 1. (για τραύμα) χωρίς επιπλοκές 2. το ουδ. ως ουσ.… …

    Dictionary of Greek

  • 89αράσσω — (AM ἀράσσω) ορμώ με δύναμη εναντίον κάποιου μσν. νεοελλ. 1. προσορμίζομαι, αράζω 2. προσορμίζω νεοελλ. 1. επιδιώκω 2. καταφεύγω αρχ. Ι. 1. χτυπώ δυνατά, κρούω 2. συγκρούω, συντρίβω 3. (με δοτ.) επιτίθεμαι εναντίον κάποιου, τον προσβάλλω II. (… …

    Dictionary of Greek

  • 90ασύμβατος — Αυτός που δεν μπορεί να συμβιβαστεί, να συνυπάρξει με κάποιον άλλον. α. φάρμακα. Δύο ή περισσότερα φάρμακα που δεν μπορούν να δοθούν μαζί γιατί οι ιδιότητες και η δράση τους δεν συμβιβάζονται ή ανταγωνίζονται μεταξύ τους, με αποτέλεσμα η… …

    Dictionary of Greek