τραῦμα

  • 71έλκωμα — το (AM ἕλκωμα) νεοελλ. τραύμα που έγινε έλκος αρχ. μσν. 1. πληγή 2. τμήμα τού κορμού δέντρου χαραγμένο για συγκέντρωση ρητίνης …

    Dictionary of Greek

  • 72έμμοχθος — η, ο (AM ἔμμοχθος, ον) αυτός που γίνεται ή επιτυγχάνεται με μόχθο, πολύμοχθος, κοπιώδης αρχ. (για τραύμα) αυτός που προκαλεί πόνο …

    Dictionary of Greek

  • 73έμπυος — α ο (AM ἔμπυος, ον) 1. ο γεμάτος πύον, εμπυασμένος, διαπυημένος («έμπυον τραύμα») 2. αυτός που προκαλεί πύον 3. το ουδ. ως ουσ. το έμπυον και όμπυο το πύον …

    Dictionary of Greek

  • 74έναιμος — η, ο(ν) (AM ἔναιμος, ον) αυτός που έχει μέσα του αίμα, ο γεμάτος αίμα («ἔναιμον καὶ πυκνὸν οἷον ἧπαρ», Ιππ.) αρχ. 1. (για τραύμα) ματωμένος, που τρέχει αίμα 2. αυτός που μοιάζει στο χρώμα με αίμα, αιματώδης 3. νέος, πρόσφατος («χλωρὰ καὶ ἔναιμα… …

    Dictionary of Greek

  • 75ίσχαιμος — η, ο (ΑΜ ἴσχαιμος, ον) αυτός που προκαλεί αναστολή τής κυκλοφορίας τού αίματος («ἴσχαιμος περίδεσις» η πρόχειρη κατάπαυση τής αιμορραγίας από κάποιο τραύμα, Θεόφρ.) αρχ. 1. (για φάρμακα) ο στυπτικός 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἴσχαιμος ρίζα φυτού που… …

    Dictionary of Greek

  • 76αγκύλωση — Κύρτωση, καμπύλωση. Στην ιατρική α. λέγεται η σχεδόν πλήρης ή και πλήρης κατάργηση της κινητικότητας μιας άρθρωσης. Μπορεί να προκληθεί είτε από τραύμα είτε από φλεγμονή της άρθρωσης, οξεία (οστεομυελίτιδα, γονοκοκκική ερυθρίτιδα) ή χρονία… …

    Dictionary of Greek

  • 77αιμορραγώ — (Α αἱμορραγῶ) [αἱμορραγής] έχω αιμορραγία, πάσχω από αιμορραγία νεοελλ. 1. υποφέρω, είμαι τραυματισμένος ψυχικά 2. «πληγή που αιμορραγεί», ψυχικό τραύμα, πόνος που δεν μπορεί κανείς να απαλύνει …

    Dictionary of Greek

  • 78ακαθαρσία — η (Α ἀκαθαρσία) [ἀκάθαρτος] 1. έλλειψη καθαριότητας, η βρομιά 2. λεκές, λέρα 3. τα έμμηνα* νεοελλ. κάθε άχρηστο και περιττό αντικείμενο, και ειδικά τα περιττώματα ανθρώπου ή ζώου, τα κόπρανα αρχ. 1. η ακαθαρσία γύρω από ένα έλκος ή τραύμα 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 79αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… …

    Dictionary of Greek

  • 80αμφίθρεπτος — ἀμφίθρεπτος, ον (Α) [τρέφω] (για το αίμα) αυτός που έχει πήξει γύρω από ένα τραύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + θρεπτός*] …

    Dictionary of Greek