τραῦμα
111δοράτειος — δοράτειος, ον (Μ) (για τραύμα) αυτός που προκλήθηκε από δόρυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < δόρυ ( ατος) + (κατάλ.) ειος] …
112εκδορά — η (Α ἐκδορά) νεοελλ. επιπόλαιο τραύμα τής επιδερμίδας, ξέγδαρμα αρχ. 1. αφαίρεση τού δέρματος, γδάρσιμο 2. γεν. αφαίρεση …
113εκμαγείο — Κατασκεύασμα από εύπλαστο υλικό που στερεοποιείται, αφού πρώτα αποτυπωθεί πάνω σε αυτό η μορφή ενός στερεού σώματος· χρησιμοποιείται για την παρασκευή πιστού αντιτύπου ή αντιτύπων του σώματος αυτού. Λέγεται επίσης και μήτρα, τύποςκαλούπι. Η λέξη… …
114εκπλίσσομαι — ἐκπλίσσομαι (Α) (για τραύμα) είμαι ανοιχτός …
115επίδεση — Η εφαρμογή επιδέσμων ως θεραπευτικό μέσο. Στην αρχαιότητα, η εφαρμογή της ήταν ευρέως διαδεδομένη, ενώ στη σύγχρονη εποχή, η σημασία της έχει περιοριστεί από τη χρήση νέων συντηρητικών και χειρουργικών μέσων θεραπείας. Η τέχνη της ε. αναπτύχθηκε… …
116επίδεσμος — ο (AM ἐπίδεσμος) ταινία αποστειρωμένου ή απολυμασμένου υφάσματος με την οποία δένεται τραύμα, πληγή ή πάσχον μέλος τού σώματος νεοελλ. 1. ένωση δύο ή περισσότερων ναυτικών σχοινιών με ένα λεπτό σχοινί 2. φρ. «γύψινος επίδεσμος» επίδεσμος και… …
117επαναρρήγνυμι — ἐπαναρρήγνυμι (Α) [ρήγνυμι] διαρρηγνύω εκ νέου, σχίζω και ανοίγω («τὸ τραῡμα ἐπαναρρήξας ἀπέθανεν», Πλούτ.) …
118επιπόλαιος — η, ο (AM ἐπιπόλαιος, ον θηλ. και ἐπιπολαία) 1. μτφ. αβέβαιος, ασαφής, επιφανειακός, μη εμβριθής, ελαφρόμυαλος, απερίσκεπτος (α. «τῆς ἐπιπολαίου παιδείας τυχών», Ισοκρ. β. «επιπόλαιες αγάπες») 2. ο επιφανειακός, αυτός που δεν προχωρεί βαθιά… …
119επιρρευματισμός — ἐπιρρευματισμός, ὁ (AM) ρεύμα, συρροή κακοχυμίας (νοσηρών χυμών) σ’ ένα τραύμα …
120επιτραυματίζω — ἐπιτραυματίζω (Α) προξενώ και άλλο τραύμα, ξαναπληγώνω («τὸν τετρωμένον ἐπιτραυματίζων», Γρηγ. Νύσα) …