τραῦμα

  • 101βελουλκός — βελουλκός, ο (Α) 1. χειρουργικό εργαλείο για την αφαίρεση βέλους από τραύμα 2. το φυτό δίκταμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βέλος + ουλκος < ολκή ή ολκός] …

    Dictionary of Greek

  • 102βελουλκώ — βελουλκῶ ( έω) (Α) [βελουλκός] αφαιρώ, αποσπώ βέλος από τραύμα …

    Dictionary of Greek

  • 103βλήμα — Κάθε αντικείμενο, το οποίο εκσφενδονίζεται με τη βοήθεια εξωτερικής δύναμης και το οποίο συνεχίζει την κίνησή του λόγω της αδράνειάς του ως σφαίρα, βόμβα, οβίδα ή βομβίδα. Ο όρος επεκτείνεται σήμερα και εφαρμόζεται στους πυραύλους και στα… …

    Dictionary of Greek

  • 104βρότος — βρότος, ο (Α) πηχτό αίμα που χύθηκε από τραύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τύπος που απαντά στον ενικό αριθμό και μαρτυρείται κυρίως στον Όμηρο. Θεωρείται αιολ. τ. αντί του *βρατός (με αλλαγή στον φωνηεντισμό και στον τόνο, πρβλ. στρα τός, αιολ. στρο τός).… …

    Dictionary of Greek

  • 105γδάρσιμο — το 1. η αφαίρεση τού δέρματος ζώου, η εκδορά 2. επιπόλαιο τραύμα στην επιδερμίδα, γρατζούνισμα 3. (για φυτά) η αφαίρεση τού φλοιού 4. η χρηματική απογύμνωση κάποιου ή η πώληση πράγματος σε υπερβολικά υψηλή τιμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) γδαρ , έγδαρα,… …

    Dictionary of Greek

  • 106γιαράς — ο και γιαρά, η τραύμα ή πληγή (συνήθως με πύον). [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. < τουρκ. yara] …

    Dictionary of Greek

  • 107γλωσσίτιδα — Φλεγμονή της γλώσσας. Μπορεί να προκληθεί από τραύμα (π.χ. από δόντια που προεξέχουν ανώμαλα ή είναι σπασμένα), επιμόλυνση, αβιταμίνωση, υποσιτισμό κλπ. Πολλές παθήσεις εσωτερικών οργάνων μπορούν να διαγνωστούν από αλλοιώσεις του βλεννογόνου της… …

    Dictionary of Greek

  • 108δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… …

    Dictionary of Greek

  • 109διακοπή — η (AM διακοπή) [διακόπτω] το να διακόπτεται κάτι νεοελλ. 1. παύση, προσωρινή ή οριστική, αναστολή, σταμάτημα, λύση τής συνέχειας 2. αντιλογία, ερώτηση σε ομιλητή η οποία τόν υποχρεώνει να σταματήσει 3. στον πληθ. οι διακοπές α) χρονικό διάστημα… …

    Dictionary of Greek

  • 110διωστήρας — Βασικό τμήμα του μηχανισμού μετατροπής της ευθύγραμμης παλινδρομικής κίνησης σε κυκλική και αντίστροφα. Ονομάζεται και μπιέλα. Έχει τη μορφή άκαμπτης ράβδου με κυλινδρικά έδρανα στις δύο άκρες της, ενώ το σχήμα της διατομής στο σώμα του δ. έχει… …

    Dictionary of Greek