τραῦμα
11τρωμάτων — τραῦμα wound neut gen pl (doric ionic) …
12τρῶμα — τραῦμα wound neut nom/voc/acc sg (doric ionic) …
13τρώμασι — τραῦμα wound neut dat pl (doric ionic) …
14τρώμασιν — τραῦμα wound neut dat pl (doric ionic) …
15τρώματα — τραῦμα wound neut nom/voc/acc pl (doric ionic) …
16τρώματι — τραῦμα wound neut dat sg (doric ionic) …
17τρώματος — τραῦμα wound neut gen sg (doric ionic) …
18λαβωματιά — και λαβωμά, η (Μ λαβωματιά και λαβωματέα και λαβωματέ) [λάβωμα] 1. λάβωμα, τραύμα, πληγή, ιδίως από όπλο, αλλά και κάθε τραύμα που προέρχεται από τυχαία πρόσκρουση ή άλλη αιτία 2. μτφ. ψυχικό τραύμα, ψυχικός πόνος («τού έρωτα ή τού πόθου τις… …
19τραυματικός — ή, ό / τραυματικός, ή, όν, ΝΜΑ [τραῦμα, τραύματος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τραύμα νεοελλ. 1. αυτός που προέρχεται ή οφείλεται σε τραύμα («τραυματικός πυρετός» πυρετός οφειλόμενος στην απορρόφηση προϊόντων αποδομής από μια τραυματική… …
20τραύμαθ' — τραύματα , τραῦμα wound neut nom/voc/acc pl τραύματι , τραῦμα wound neut dat sg τραύματε , τραῦμα wound neut nom/voc/acc dual …