τραχύ

  • 81σκληροδίαιτος — ον, Α αυτός που διάγει βίο τραχύ, που κάνει σκληρή ζωή, ο εθισμένος στην κακοπάθεια και στις κακουχίες, σκληραγωγημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. λιτο δίαιτος] …

    Dictionary of Greek

  • 82σκληρολέκτης — ὁ, Α αυτός που εκφράζεται με τραχύ ύφος, αυτός τού οποίου το λεκτικό είναι σκληρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + λέκτης (< λέγω), πρβλ. πεζο λέκτης] …

    Dictionary of Greek

  • 83σκληρόβιος — ον, Μ αυτός που διάγει σκληρό, τραχύ βίο, που ζει μέσα σε κακουχίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + βίος] …

    Dictionary of Greek

  • 84σκληρόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, και ως επίθ. σκληρότριχος, ον, Α 1. (για ζώα) αυτός που έχει τραχύ τρίχωμα 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει σκληρά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + θρίξ, τριχός (πρβλ. μελανό θριξ)] …

    Dictionary of Greek

  • 85σκληρόστρωτος — ον, Μ αυτός που έχει σκληρό, τραχύ στρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + στρωτος (< στρώννυμι), πρβλ. λιθό στρωτος] …

    Dictionary of Greek

  • 86σκύρος — Το μεγαλύτερο νησί των Β. Σποράδων. Βρίσκεται ανατολικά της Εύβοιας, από την οποία απέχει 25 ναυτ. μίλια, και στο νομό της οποίας ανήκει. Η Σκ. είναι ορεινή (Κόχυλας 792 μ.). Οι ακτές της σχηματίζουν πολλούς όρμους, με κυριότερους της Καλογριάς,… …

    Dictionary of Greek

  • 87στέριφος — (I) ίφη, ον, Α 1. στερεός, σταθερός, ασφαλής 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ στέριφος η στείρα πλοίου 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ στέριφον α) η ρίζα βράχου β) έδαφος τραχύ και πετρώδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ., ιδιόμορφου σχηματισμού, το οποίο ανάγεται στο θ. στερ τού… …

    Dictionary of Greek

  • 88στραχύ — Α (κατά τον Ησύχ.) «τραχύ». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού τραχύς] …

    Dictionary of Greek

  • 89στρυφνώ — όω, ΜΑ [στρυφνός] μσν. μτφ. (σχετικά με λεκτικό ύφος) καθιστώ τραχύ, δυσνόητο αρχ. ενεργώ ως στυπτικό, καθιστώ κάτι στυφό («τοῡ στρυφνοῡντος πικροῡ», Πλούτ.) …

    Dictionary of Greek

  • 90τζην — το, Ν άκλ. (υφαντ.) τραχύ και μεγάλης αντοχής ύφασμα, κατασκευασμένο από βαμβάκι ή από πολυεστέρα και βαμβάκι, που βάφεται συνήθως σε αποχρώσεις τού μπλε και χρησιμοποιείται για κατασκευή ενδυμάτων, ιδίως παντελονιών, ή ως υπόβαθρο για διάφορα… …

    Dictionary of Greek