τραχύ

  • 71προτραχύνω — Α [τραχύνω] καθιστώ κάτι τραχύ προηγουμένως …

    Dictionary of Greek

  • 72πυρορραγής — ές, ΝΜΑ, και πυριρραγής, ές, ΜΑ αυτός που ράγισε υπό την επίδραση τής φωτιάς αρχ. (το ουδ. ως επίρρ.) πυρορραγές (για ήχο) με τραχύ τρόπο («ψοφεῑ λάλον τι καὶ πυρορραγὲς», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρο / πυρι (βλ. λ. πυρ) + ρραγής (< θ. ραγ ,… …

    Dictionary of Greek

  • 73ρίνη — η / ῥίνη, ΝΜΑ, και ρίνα Ν, και ῥῑνα Α 1. λειαντικό όργανο, λίμα 2. ζωολ. βλ. ρίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αρχική σημ. τής λ. ῥίνη πρέπει να θεωρηθεί η σημ. «λίμα, λειαντικό όργανο», από την οποία προήλθε και η σημ. «είδος ψαριού», λόγω τής… …

    Dictionary of Greek

  • 74ρινόβατος — ο / ῥινόβατος, ΝΑ, και ῥινοβάτης Α ζωολ. ονομασία ψαριού με σκληρό και τραχύ δέρμα, που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αποτελεί γένος σελάχιων υποτρηματικών χονδροϊχθύων, αντιπροσωπευτικό τής οικογένειας ρινοβατίδες, που… …

    Dictionary of Greek

  • 75σάκος — (I) ο σάκκος, ΝΜΑ, και αττ. τ. σάκος Α 1. είδος στενόμακρης θήκης από ύφασμα ή δέρμα ή από άλλο υλικό σήμερα, ανοιχτή στο επάνω μέρος, που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση, φύλαξη και μεταφορά διαφόρων χύμα πραγμάτων, σακί, τσουβάλι (α.… …

    Dictionary of Greek

  • 76σάλπιγγα — Χάλκινο πνευστό όργανο. Ήταν γνωστό με στοιχειώδη μορφή από τους αρχαίους χρόνους, που το χρησιμοποιούσαν σε δημόσιες θρησκευτικές ή πολιτικές τελετές καθώς και στις πολεμικές επιχειρήσεις. Όπως αναφέρεται στο βιβλίο της Εξόδου, οι Εβραίοι, το… …

    Dictionary of Greek

  • 77σίσυς — υος, ὁ, ΜΑ 1. σισύρα 2. τραχύ, φτηνό ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με την λ. σισύρα*] …

    Dictionary of Greek

  • 78σακεσφόρος — (I) ον, Α (ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία τού Αίαντος) ασπιδοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σακεσ τού σιγμόληκτου σάκος, τὸ, «ασπίδα» + φόρος* (πρβλ. τελεσ φόρος)]. (II) ον, Α (ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία τού δημαγωγού Επικράτους) αυτός που έχει γενειάδα.… …

    Dictionary of Greek

  • 79σκηρόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «σκληρόν, τραχύ». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. αντί τού τ. σκληρόν] …

    Dictionary of Greek

  • 80σκληραγωγώ — σκληραγωγῶ, έω, ΝΑ ανατρέφω κάποιον με τραχύτητα και αυστηρότητα, τόν εθίζω στις ταλαιπωρίες, τόν εξοικειώνω με τις κακουχίες νεοελλ. μέσ. σκληραγωγούμαι, έομαι συνηθίζω τον εαυτό μου στις κακουχίες και στις ταλαιπωρίες αρχ. φρ. «σκληραγωγῶ τὴν… …

    Dictionary of Greek