τραχύ
61νάρδος — Πολυετές φυτό της οικογένειας των Αγρωστιδών ή Γραμινιδών (μονοκοτυλήδονα), αυτοφυές στην Ελλάδα, σε ορεινές και αλπικές βοσκές. Η επιστημονική ονομασία του είναι νάρδος ο σφικτός. Αποκτά τη μορφή πυκνής χαμηλής πρασινόγκριζας τούφας, από την… …
62οθρυόεν — ὀθρυόεν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὀθρυόεν τραχύ, ὑλῶδες, δασύ, κρημνώδες». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄθρυν + κατάλ. όεις, όεν] …
63ομαλός — I Οροπέδιο της Κρήτης (1.050 μ.) στην περιοχή των Λευκών Ορέων. Στενά και δυσκολοδιάβατα μονοπάτια το φέρνουν σε επικοινωνία με τις πρώην επαρχίες Κυδωνία, Σέλινο και Σφακιά. Πρόκειται για ευφορότατη περιοχή, όπου καλλιεργούνται πολλά δέντρα και… …
64παρατραχύνομαι — Μ (μόνο το μέσ. με μτφ. σημ.) κάνω κάτι υπερβολικά τραχύ, σκληραίνω υπερβολικά κάτι («παρατραχύνεται τὴν ἑρμηνείαν ἐν οἷς ἑκάστοτε σπουδάζει», Θ. Μετοχ.) …
65παχύφλοιος — α, ο / παχύφλοιος, ον ΝΜΑ (για φυτά και δένδρα) αυτός που έχει παχύ φλοιό, χοντρή φλούδα, χοντρόφλουδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + φλοιός (πρβλ. τραχύ φλοιος)] …
66πεπονιά — (κουκουμίδα). Φυτό της οικογένειας των Κουκουρβιτιδών (δικοτυλήδονα), γνωστό για τους χοντρούς εδώδιμους καρπούς του, τα πεπόνια, κατάγεται από την Ασία και την υποτροπική Αφρική και καλλιεργείται από τα αρχαιότερα χρόνια. Είναι φυτό ποώδες, με… …
67περγαμηνοποίηση — η ιατρ. αλλοίωση τού δέρματος κατά την οποία αυτό καθίσταται τραχύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < περγαμηνή + ποιώ] …
68περιτραχύνω — ΜΑ καθιστώ πολύ τραχύ κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + τραχύνω (< τραχύς)] …
69ποικιλοδέρμων — ον, Α αυτός που έχει παρδαλό δέρμα, αιολόδερμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + δέρμων (< δέρμα), πρβλ. τραχυ δέρμων] …
70πρασιά — (allium). Με την ονομασία αυτή (λέγεται και αγριοπρασιά), χαρακτηρίζονται 3 φυτά. Το 1ο, που επιστημονικά ονομάζεται άλλιο το μέλαν ανήκει στην οικογένεια των λειλιδών. Είναι πολυετής πόα, με βλαστό ισχυρό κυλινδρικό, ύψους 40 80 εκ., με βολβό… …