τραχύ

  • 51κραναήπεδος — κραναήπεδος, ον (Α) αυτός που έχει έδαφος τραχύ και πετρώδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρανα ός «πετρώδης» + συνδετικό φωνήεν η (πρβλ. στεφαν ηφόρος) + πεδος (< πέδον), πρβλ. ακρή πεδος, επί πεδος] …

    Dictionary of Greek

  • 52κρημνηγορώ — κρημνηγορῶ, έω (Α) μιλώ με απότομο και τραχύ τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρημνός + ηγορώ (< ήγορος < ἀγορά), πρβλ. δημ ηγορώ, χρησμ ηγορώ. Το η (αντί α ) οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] …

    Dictionary of Greek

  • 53κριθάρι — Ποώδες φυτό της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα), του οποίου η επιστημονική ονομασία είναι Hordeum vulgare. Έχει ύψος περίπου 1 μ. και ισχυρούς, όρθιους και λεπτούς καλάμους, με μεγάλα μεσογονάτια διαστήματα. Τα φύλλα του είναι αραιά,… …

    Dictionary of Greek

  • 54κρούση — Συνάντηση δύο ή περισσότερων κινούμενων σωμάτων, η οποία επιτρέπει την ανταλλαγή ενέργειας μεταξύ τους. Ο όρος κ. –όπως χρησιμοποιείται στη φυσική– δεν προϋποθέτει απαραίτητα την επαφή των σωμάτων. Στην κλασική μηχανική, τα προβλήματα κ.… …

    Dictionary of Greek

  • 55κρωγμός — ο (AM κρωγμός) [κρώζω] η κραυγή πτηνού, συνήθως τού κόρακα ή τής κουρούνας (α. «μόνον κρωγμός κόρακος ηκούσθη κάπου», Παπαδ. β. «τοῑς κρωγμοῑς τῶν τραχὺ βοώντων ὀρνίθων», Ιουλ.) …

    Dictionary of Greek

  • 56λειοποίηση — η (Α λειοποίησις) [λειοποιώ] η ενέργεια τού λειαίνω, το να μεταβάλλει κάποιος κάτι από τραχύ σε λείο …

    Dictionary of Greek

  • 57λειχηνοποίηση — η ιατρ. πάχυνση τού δέρματος, το οποίο γίνεται τραχύ, γραμμωτό, παίρνοντας την όψη μωσαϊκού με έξαρση τών δερματικών πτυχών και μερικές φορές καστανωπή υπέρχρωση, η οποία προκαλείται, γενικά, από το ξύσιμο τού δέρματος κατά τη διαδρομή διαφόρων… …

    Dictionary of Greek

  • 58μάντα — Ελασματοβράγχιο ψάρι της οικογένειας των μοβουλιδών της τάξης των σελαχιομόρφων, της οποίας είναι και ο μεγαλύτερος αντιπρόσωπος. Η επιστημονική ονομασία του είναι Μanta birostris. Η μ. του Ατλαντικού ωκεανού έχει πολύ πεπλατυσμένο σώμα το οποίο… …

    Dictionary of Greek

  • 59μονάκανθος — (monacanthus). Είδος ψαριού της οικογένειας των μονακανθιδών. Έχει δέρμα εξαιρετικά τραχύ και γι’ αυτό ονομάζεται και ψάρι λίμα, και ένα στερεό ραχιαίο αγκάθι αντί τριών. Το πίσω χείλος του αγκαθιού αυτού, είναι οδοντωτό σαν πριόνι. Ο μ.… …

    Dictionary of Greek

  • 60μυξοίδημα — (Ιατρ.). Λέγεται και υποθυρεοειδισμός. Ασθένεια που οφείλεται σε ανεπάρκεια της ορμονικής έκκρισης του θυρεοειδούς. Είναι γνωστό το μ. του ενήλικου, αν και υπάρχει και ένα μ. του παιδιού (κρετινισμός), που συχνά συνοδεύεται από διανοητική… …

    Dictionary of Greek