τραχύ

  • 41επινωτίδιος — ἐπινωτίδιος, ον (Α) τραχύ μάλλινο πανωφόρι που κάλυπτε τα νώτα, την πλάτη, η μπέρτα, η κάπα …

    Dictionary of Greek

  • 42ερεύγομαι — (I) και ρεύομαι (Α ἐρεύγομαι) αποβάλλω, βγάζω από το στόμα αέρια τού στομαχιού ή και μέρος από τις άπεπτες τροφές, ρεύομαι αρχ. 1. (για τη θάλασσα) ξεσπώ σε αφρούς, σε κύματα πάνω στην ξηρά, χτυπώ στα βράχια και αφρίζω 2. (για ηφαίστεια και… …

    Dictionary of Greek

  • 43θυρεοειδής — Ο μεγαλύτερος ενδοκρινής αδένας του ανθρώπου. Βρίσκεται στο μπροστινό και κάτω μέρος του λαιμού, κάτω από το υοειδές οστό και μπροστά από τον λαρυγγοτραχειακό σωλήνα. Αποτελείται από δύο λοβούς, δεξιό και αριστερό, που ενώνονται με έναν ισθμό. To …

    Dictionary of Greek

  • 44ιχνηλάτης — Κατηγορία σκύλων που ανήκουν σε διάφορες ράτσες αλλά έχουν την ιδιαίτερη ικανότητα να παρακολουθούν το θήραμά τους. Οι πιο διαδεδομένοι σκύλοι αυτού του είδους είναι οι γαλλικοί, που αποτελούν τη μεγαλύτερη αριθμητικά ομάδα, οι ελβετικοί και οι… …

    Dictionary of Greek

  • 45κάσσον — (I) κάσσον και κάσον, τὸ (AM) μσν. το τμήμα τής προίκας, το ένα τέταρτο, που μετά τον θάνατο τής γυναίκας περιερχόταν στον σύζυγο αρχ. χοντρό και τραχύ ένδυμα, ιμάτιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κάσσος* (Ι) με αλλαγή γένους]. (II) κάσσον, τὸ… …

    Dictionary of Greek

  • 46κέρχνος — (I) κέρχνος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) κένχρος, κεχρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο ΙΕ τ. *gher ghro , με ανομοίωση τού δεύτερου τ σε n (* gher ghno ), ενώ με ανομοίωση τού πρώτου τ σε η (* ghen ghro) προέκυψε πιθ. παράλληλα ο τ. κέγχρος*. Κατ… …

    Dictionary of Greek

  • 47κέρχνω — (Α) [κέρχνος (II)] 1. (μτβ.) κάνω κάτι βραχνό ή τραχύ 2. (αμτβ.) είμαι βραχνός ή τραχύς …

    Dictionary of Greek

  • 48κακοτοπιά — η (Μ κακοτοπία) έδαφος τραχύ και ανώμαλο, δύσβατος τόπος νεοελλ. μτφ. δύσκολη περίσταση, δυσχέρεια, κίνδυνος («φοβάται τις κακοτοπιές»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + τόπος] …

    Dictionary of Greek

  • 49καρχαρίας — Κοινή ονομασία διαφόρων σελαχίων ψαριών της τάξης των σκουαλιμόρφων (σελαχοειδή πλαγιόστομα). Τα ψάρια αυτά χαρακτηρίζονται κυρίως από το κοντό ρύγχος, το πολύ μακρύ και λεπτό σώμα, την απουσία εδραίου πτερυγίου, την παρουσία 5 6 βραγχιακών… …

    Dictionary of Greek

  • 50κατσάβραχα — τα τραχύ και βραχώδες έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη < *ακανθά βραχα, κατ άλλη από *κατά βραχα] …

    Dictionary of Greek