τραχύ

  • 31αγριόμαλλο — το μαλλί τραχύ, ακατέργαστο (κν. κατσικόμαλλο) …

    Dictionary of Greek

  • 32αδροποιώ — ( έω) κάνω κάτι αδρό, τραχύ, τραχύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδρὸς + ποιώ] …

    Dictionary of Greek

  • 33αποτράχυνση — η το να καθιστά κανείς κάτι τραχύ, η σκλήρυνση …

    Dictionary of Greek

  • 34αποτραχύνω — (Α ἀποτραχύνω) κάνω κάτι τραχύ, σκληρύνω …

    Dictionary of Greek

  • 35γατόμαλλο — και γατσό και κατσόμαλλο, το 1. το τρίχωμα τής γάτας 2. το τραχύ και δύσκολο στην κατεργασία μαλλί τών προβάτων και τών κατσικιών 3. πληθ. τα γατόμαλλα το πρώτο τρίχωμα στο πρόσωπο των εφήβων ή το λεπτό χνούδι σε πολύ αδύνατα πρόσωπα …

    Dictionary of Greek

  • 36δασύφλοιος — ο (Α δασύφλοιος, ον) (για φυτά) όποιος έχει τραχύ φλοιό νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. δασύφλοιος, ο είδος μύκητα …

    Dictionary of Greek

  • 37δελτοειδής — Ογκώδης μυς που καλύπτει την άρθρωση του ώμου, εκφύεται από τα οστά της κλείδας και της απόφυσης της ωμοπλάτης και καταφύεται στο μέσο του βραχιονίου. Από αυτόν εξαρτάται η ανυψωτική κίνηση του βραχίονα. Η ονομασία του οφείλεται στο σχήμα του,… …

    Dictionary of Greek

  • 38διατραχύνω — (Α) [τραχύνω] κάνω κάτι εντελώς τραχύ …

    Dictionary of Greek

  • 39εκτραχύνω — (AM ἐκτραχύνω) 1. κάνω κάτι τραχύ ή σκληρό, σκληραίνω 2. μτφ. παροξύνω, ερεθίζω, εξοργίζω …

    Dictionary of Greek

  • 40εντραχύνω — ἐντραχύνω (Μ) καθιστώ κάτι έντραχυ, κάπως τραχύ …

    Dictionary of Greek