τραχύ

  • 111χορταίος — αία, ον, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χόρτο, στο περιβόλι, στον κήπο 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χορταία (ενν. γῆ) βοσκότοπος, λιβάδι 3. φρ. «χιτὼν χορταῑος» i) τριχωτό και τραχύ ένδυμα (Αριστοφ.) ii) τριχωτός χιτώνας από δέρμα, τον οποίο… …

    Dictionary of Greek

  • 112ψαφαρόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Α (για ζώο) αυτός που έχει τραχύ τρίχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψαφαρός + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. κυανό θριξ] …

    Dictionary of Greek

  • 113ωμόλινο — το / ὠμόλινον, ΝΑ 1. ακατέργαστο λινάρι 2. (κατ επέκτ.) τραχύ ύφασμα κατασκευασμένο από ακατέργαστο λινάρι αρχ. σάκος από λινό ύφασμα για την μεταφορά λαχανικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + λίνον «λινάρι»] …

    Dictionary of Greek

  • 114Αιτωλίας και Ακαρνανίας ή Αιτωλοακαρνανίας, νομός — Νομός (5.461 τ. χλμ., 224.429 κάτ.) της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδος. Πρωτεύουσα του ν.Α. είναι το Μεσολόγγι (12.225 κάτ.). Αντιστοιχεί με μικρές διαφορές στις περιοχές της αρχαιότητας Αιτωλία και Ακαρνανία. Συνορεύει στα Α με τους νομούς Φωκίδος …

    Dictionary of Greek

  • 115Ακτή Ελεφαντοστού — Κράτος της δυτικής Αφρικής.Συνορεύει στα Α με την Γκάνα, στα Β με την Μπουρκίνα Φάσο (ΒΑ) και το Μάλι (ΒΔ), στα Δ με τη Γουινέα (ΒΔ) και τη Λιβερία (ΝΔ), ενώ στα Ν βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Τα σύνορα της Δημοκρατίας της Α.Ε. δεν… …

    Dictionary of Greek

  • 116Άλπεις — Οροσειρά της Ευρώπης, που αποτελεί το πιο ψηλό μορφολογικό χαρακτηριστικό της κεντρικής και νότιας Ευρώπης. Οι Ά. καλύπτουν επιφάνεια περίπου 260.000 τ. χλμ., στα εδάφη της Ελβετίας, της Αυστρίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας, της… …

    Dictionary of Greek

  • 117αμμότραγος — (ammotragus). Γένος μηρυκαστικών ζώων, που ανήκουν στα άγρια πρόβατα. Τα ζώα αυτά είναι μεγαλόσωμα και έχουν πολύ χοντρά κέρατα, που καμπυλώνονται προς τα πίσω και έπειτα γυρίζουν ελαφρά προς τα εμπρός. Έχουν μακριές τρίχες, μεγάλη χαίτη που… …

    Dictionary of Greek

  • 118Απουλία — (Puglia). Διοικητικό διαμέρισμα (19.347 τ. χλμ., 3.983.487 κάτ. το 2001) της Ιταλίας, της oποίας καταλαμβάνει το νοτιότατο άκρο, με πρωτεύουσα το Μπάρι. (312.200 κάτ.). Στα Ν και ΝΑ βρέχεται από το Ιόνιο πέλαγος και συνορεύει στα ΒΔ με την… …

    Dictionary of Greek

  • 119Αργολίδα — Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Πελοποννήσου. Στην αρχαιότητα το όνομα αυτό είχε η περιοχή που εκτεινόταν από τον Ισθμό της Κορίνθου έως τη βορειοανατολική Πελοπόννησο, από τον Σαρωνικό και Κορινθιακό έως τον Αργολικό κόλπο στα Ν, την Αρκαδία …

    Dictionary of Greek

  • 120Αριζόνα — (Αrizona). Πολιτεία (295.276 τ. χλμ., 5.310.000 κάτ. το 2001) των νοτιοδυτικών ΗΠΑ στα σύνορα με το Μεξικό. Το έδαφος είναι κυρίως ορεινό, με μέγιστο υψόμετρο τα 3.862 μ. στο Χάμφρεϊ Πικ. Το νοτιοδυτικό τμήμα της πολιτείας αποτελείται από μια… …

    Dictionary of Greek