τραχύ
101τραχύβιος — ον, Μ αυτός που ζει τραχύ, σκληρό βίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + βιος (< βίος), πρβλ. βραχύ βιος] …
102τραχύδερμος — ον, ΜΑ αυτός που έχει τραχύ, σκληρό δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + δερμος (< δέρμα), πρβλ. παχύ δερμος, σκληρό δερμος] …
103τραχύφλοιος — η, ο / τραχύφλοιος, ον, ΝΑ αυτός που έχει τραχύ φλοιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + φλοιός (πρβλ. λεπτό φλοιος)] …
104τραχών — ῶνος, ὁ, Α τραχύ, ανώμαλο έδαφος, βραχώδης και ξερός τόπος («ορεινοὺς τραχῶνας», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + επίθημα ών, ῶνος (πρβλ. κοιτ ών), από όπου το τοπωνύμιο Τράχων] …
105τρισμώδης — ες,Ν [τρισμός] 1. αυτός που συνοδεύεται με τρισμό 2. φρ. «τρισμώδης λαρυγγίτιδα» παιδική λαρυγγίτιδα που προκαλεί δύσπνοια, συριγμό στο στήθος και τραχύ βήχα …
106τροπαλόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «τραχύ». [ΕΤΥΜΟΛ. < ο τ. πρέπει πιθ. να διορθωθεί σε τροχαλόν ταχύ] …
107τσακάλι — Όνομα διαφόρων ειδών σαρκοφάγων του γένους κύων (canis) της οικογένειας των κυνιδών, του οποίου το επιστημονικό όνομα είναι θως. Τυπικός εκπρόσωπος και πιο διαδεδομένο είναι το τ. το χρυσό (canis aureus), που ονομάζεται έτσι για το γκριζοκίτρινο… …
108φαιοτρίβων — ονος, ὁ, Α αυτός που φορεί φαιό, σκούρο, ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαιός + τρίβων «παλαιό και φθαρμένο ή τραχύ επανωφόρι»] …
109φρύνος — ο / φρῡνος, ΝΜΑ, και φροῡνος Μ, και φρῡνος, ἡ, Α βάτραχος νεοελλ. ζωολ. γενική κοινή ονομασία συνήθως μεγαλόσωμων άνουρων αμφιβίων, πολύ συγγενικών με τους βατράχους, τα οποία όμως, σε αντιδιαστολή προς αυτούς, έχουν τραχύ και ξηρό δέρμα,… …
110χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… …