τραχύς
1τραχύς — ιά, ύ / τραχύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, θηλ. και τραχεία Ν, και ιων. τ. τρηχύς και τ. θηλ. τρηχέα Α 1. ανώμαλος στην αφή, αυτός που δεν έχει λεία και ομαλή επιφάνεια (α. «τραχύ δέρμα» β. «τραχιά ακτή» γ. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. δ. «γῆ... λιθώδης... καὶ… …
2τραχύς — τρᾱχύς , τραχύς jagged masc nom sg …
3τραχύς, -ιά, -ύ — επίρρ. ιά 1. ανώμαλος στην αφή, όχι λείος, ζαρωμένος: Τραχύ δέρμα. 2. σκληρός, δύσκαμπτος: Τραχύ κρέας. 3. μτφ., απότομος, βάναυσος, αγροίκος: Τραχιά συμπεριφορά. 4. κοπιαστικός, δύσκολος, ζόρικος: Τραχύ έργο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4τρηχέα — τραχύς jagged neut nom/voc/acc pl (epic ionic) τρηχέᾱ , τραχύς jagged fem nom/voc/acc dual (epic ionic) τραχύς jagged fem nom/voc sg (epic ionic) …
5τρηχέων — τραχύς jagged masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) τρηχέω̆ν , τραχύς jagged masc/neut gen pl (epic ionic) τρηχέω̆ν , τραχύς jagged fem gen pl (ionic) …
6τραχυτάτων — τραχύς jagged fem gen pl τραχύς jagged masc/neut gen pl …
7τραχυτάτως — τραχύς jagged adverbial τραχύς jagged masc acc pl (doric) …
8τραχυτέρων — τραχύς jagged fem gen pl τραχύς jagged masc/neut gen pl …
9τραχυτέρως — τραχύς jagged adverbial τραχύς jagged masc acc pl (doric) …
10τραχύτατον — τραχύς jagged masc acc sg τραχύς jagged neut nom/voc/acc sg …