τραχήλους
1τραχήλους — τράχηλος well reared masc acc pl …
2TRACHELUS — seu TRACHALUS, purpurae genus Posidippo, apud Athenaeum, ubi μηκώνια, πίννας, τραχήλους, μύας κλ. in iis recenset, et Hesychio, Τραχήλους, τὰς πορφύρας. Sed proprie non tam purpurae sic dicuntur, quam purpurarum, imo et muricum, cervices. De… …
3CLAVA — ramus ex utraque parte praecisus, et sic pro fuste et baculo est; ex Graeco κλάδα, quod idem cum κλάδος, ramus, apud Hesych. unde κλάβαν Aeoles fecêre, Latini Clavam. Hinc Clavam Herculis, ramum etiam vocant Latmi Poetae. Propert. Ille etiam Eleo …
4δίδελφυς — ο, η 1. φρ. «δίδελφυς μήτρα» η μήτρα που έχει δύο κόλπους, δύο τραχήλους, δύο ανεξάρτητα σώματα 2. το αρσ. ως ουσ. ο δίδελφυς το μαρσιποφόρο οπόσσουμ τής Βόρειας Αμερικής …
5μεσσαίον — μεσσαῑον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ὑπὸ τοὺς τραχήλους ὑποτιθέμενον» …
6παρασύρω — ΝΜΑ, παρασέρνω Ν (για ορμητικό ρεύμα) σύρω βιαίως, κυλώντας ορμητικά αρπάζω και παίρνω μαζί μου, συμπαρασύρω κάποιον ή κάτι (α. «ο χείμαρρος παρέσυρε τα πάντα» β. «του ρεύματος ἡ ὀξύτης πολλοὺς παρέσυρε», Διόδ. Σικ.) νεοελλ. 1. ρίχνω κάτω και… …
7πολυδειράς — (I) ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πολλές προεξοχές, πολλές κορυφές («ἀκροτάτη κορυφῇ πολυδειράδος Οὐλύμποιο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δειράς, άδος «κορυφή»]. (II) ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πολλούς τραχήλους, πολλούς λαιμούς, πολυκέφαλος… …
8τρίδειρος — ον, Α αυτός που έχει τρεις τραχήλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + δειρος (< δειρή «λαιμός, τράχηλος»), πρβλ. πολύ δειρος] …
9χλάνος — ους, τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ περὶ τοὺς τραχήλους δάσος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί πιθ. από το θ. χλαν τής λ. χλαῖνα*] …
10χλίδων — ωνος, και χλιδών, ῶνος, ὁ, Α είδος κοσμήματος για τους βραχίονες ή τους αστραγάλους («περὶ... τοὺς τραχήλους χλιδῶνας λιθοκολλήτους», Διοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χλιδή + επίθημα ων, ωνος (πρβλ. ἄμβ ων, σίφ ων)] …