τραφεῖν
1τράφειν — τρέφω thicken pres inf act (attic epic doric) …
2πρωθύστερος — η, ο / πρωθύστερος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που προτάσσεται ενώ θα έπρεπε να επιτάσσεται, που τίθεται πρώτος ενώ θα έπρεπε να έπεται 2. φρ. «πρωθύστερο σχήμα» ή απλώς «το πρωθύστερο» (ενν. σχήμα) γραμμ. σχήμα λόγου κατά το οποίο προτάσσεται ένας όρος ή… …
3σκιατραφεῖν — σκιατραφέω pres inf act (attic epic doric) σκιᾱτραφεῖν , σκιατροφέω rear in the shade pres inf act (attic epic doric) …