Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

τραυματισμός

См. также в других словарях:

  • τραυματισμός — wounding masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυματισμός — ο 1. πλήγωμα, λάβωμα (κυριολ. και μτφ.): Τραυματισμός στη μάχη. – Ψυχικός τραυματισμός. 2. κάθε κάκωση του σώματος από εξωτερική βία: Είναι μονόφθαλμος από τραυματισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τραυματισμός — ο, ΝΜΑ [τραυματίζω] πρόκληση σωματικής βλάβης από εξωτερική βία που προσβάλλει ταυτόχρονα την ανατομική υφή, τη μορφολογία και τη λειτουργία ιστών και οργάνων τού ανθρώπινου σώματος, πλήγωμα νεοελλ. μτφ. ηθικό ή ψυχικό πλήγμα αρχ. φρ. «Περὶ… …   Dictionary of Greek

  • τραυματισμοῦ — τραυματισμός wounding masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυματισμούς — τραυματισμός wounding masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυματισμῷ — τραυματισμός wounding masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυματισμόν — τραυματισμός wounding masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάταση — Φυσική ή τεχνητή διεύρυνση ενός ανοίγματος ή μιας σωληνοειδούς δομής του σώματος. Ονομάζεται επίσης και διαστολή (βλ. λ.). δ. μυών τενόντων. Τάση των μυών και των τενόντων τους πέρα από τα φυσικά όρια της αντοχής τους, λόγω ξαφνικής έντονης… …   Dictionary of Greek

  • μικροτραυματισμός — ο τραυματισμός χωρίς σοβαρές συνέπειες, ελαφρός ή ασήμαντος τραυματισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • πλήγωμα — το, ατος 1. τραυματισμός. 2. μτφ., ψυχικός πόνος, προσβολή, ηθικός τραυματισμός: Το πλήγωμα αυτό κλόνισε την υγεία του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • traumatismo — ► sustantivo masculino 1 MEDICINA Lesión en los tejidos orgánicos causada por un agente externo al organismo: ■ presenta traumatismos en el pecho y en los brazos. 2 MEDICINA Conjunto de trastornos resultantes de dichas lesiones. FRASEOLOGÍA… …   Enciclopedia Universal

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»