Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

τραυματισμένος

См. также в других словарях:

  • αιμάσσω — (Α αἱμάσσω) νεοελλ. 1. είμαι ματωμένος, στάζω αίμα, αιμορραγώ 2. είμαι τραυματισμένος ψυχικά, υποφέρω αρχ. 1. κηλιδώνω, περιβρέχω κάτι με αίμα 2. τραυματίζω, πληγώνω 3. έχω το χρώμα τού αίματος 4. προκαλώ αιματηρό τέλος 5. (ως ιατρ. όρος) κάνω… …   Dictionary of Greek

  • αιμορραγώ — (Α αἱμορραγῶ) [αἱμορραγής] έχω αιμορραγία, πάσχω από αιμορραγία νεοελλ. 1. υποφέρω, είμαι τραυματισμένος ψυχικά 2. «πληγή που αιμορραγεί», ψυχικό τραύμα, πόνος που δεν μπορεί κανείς να απαλύνει …   Dictionary of Greek

  • ακανθοπλήξ — ἀκανθοπλὴξ ( ῆγος), ο, η (Α) ο τραυματισμένος από αγκάθι ψαριού (Ὀδυσσεὺς ἀκανθοπλήξ τίτλος χαμένου δράματος τού Σοφοκλή). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκανθα + πλὴξ < πλήττω] …   Dictionary of Greek

  • ατραυμάτιστος — η, ο (AM ἀτραυμάτιστος, ον) μη τραυματισμένος, άτρωτος αρχ. αυτός που δεν προέρχεται από τραύμα …   Dictionary of Greek

  • θεοσκοτωμένος — η, ο 1. (σε κατάρα) αυτός τον οποίο πρέπει να αφανίσει ο θεός 2. βαριά τραυματισμένος σε διάφορα σημεία τού σώματος …   Dictionary of Greek

  • καρδιότρωτος — καρδιότρωτος, ον (Μ) τραυματισμένος στην καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + τρωτος (< τρωτός < τιτρώσκω «τραυματίζω»), πρβλ. μυό τρωτος, τενοντό τρωτος] …   Dictionary of Greek

  • μανός — I Επώνυμο παλαιότατης και ονομαστής οικογένειας της Κωνσταντινούπολης, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στην πολιτική, κοινωνική και στρατιωτική ζωή από τον 17ο έως και τον 19ο αι. 1. Αλέξανδρος (1755 – 1815). Αξιωματούχος του Πατριαρχείου… …   Dictionary of Greek

  • ποθόβλητος — ον, Α 1. βληθείς, χτυπημένος, τραυματισμένος από πόθο («ποθοβλήτου Ἀναξαγόρα», Σιλεντ.) 2. αυτός που διεγείρει, που προκαλεί τον πόθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόθος + βλητος (< βάλλω «χτυπώ»), πρβλ. κεραυνό βλητος] …   Dictionary of Greek

  • τενοντότρωτος — ον, Α τραυματισμένος στους τένοντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τένων, οντος + τρωτός (< τιτρώσκω), πρβλ. νευρό τρωτος] …   Dictionary of Greek

  • τραυματίας — ο, ΝΜΑ, και ιων. τ. τρωματίας Α αυτός που φέρει τραύμα, τραυματισμένος, λαβωμένος (α. «τραυματίας πολέμου» αυτός που τραυματίστηκε κατά τη διάρκεια πολεμικής ενέργειας και, κατ επέκτ., αυτός που έχει υποστεί μόνιμη σωματική βλάβη από τραυματισμό… …   Dictionary of Greek

  • τραυματιαίος — ιαία, ον, Α τραυματισμένος, πληγωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραῦμα, τραύματος + κατάλ. ιαῖος*] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»