-
1 раненый
раненый 1. πληγωμένος, τραυματισμένος 2. м о τραυματίας,* * *1.πληγωμένος, τραυματισμένος2. мο τραυματίας -
2 навылет
навылетнареч διαμπερως:раненный пулей \навылет τραυματισμένος ἀπό σφαίρα διαμπερως. -
3 раненый
раненый1. прил τραυματισμένος, πληγωμένος, λαβωμένος·2. м ὁ τραυματίας. -
4 смертельно
смертельн||онареч1. θανάσιμα, θανα-σίμως:\смертельно раненный τραυματισμένος θανάσιμα·2. перен φοβερά, πάρα πολύ:\смертельно устал Εγινα πτώμα ἀπό τήν κούραση. -
5 раненый
[ράνινυϊ] επ. τραυματισμένος -
6 раненый
[ράνινυϊ] επ τραυματισμένος -
7 подраненный
επ. (κυνηγ.) τραυματισμένος, πληγωμένος, λαβωμένος ελαφρά. -
8 раненый
επ.τραυματισμένος, πληγωμένος, λαβωμένος.ουσ. τραυματίας.
См. также в других словарях:
αιμάσσω — (Α αἱμάσσω) νεοελλ. 1. είμαι ματωμένος, στάζω αίμα, αιμορραγώ 2. είμαι τραυματισμένος ψυχικά, υποφέρω αρχ. 1. κηλιδώνω, περιβρέχω κάτι με αίμα 2. τραυματίζω, πληγώνω 3. έχω το χρώμα τού αίματος 4. προκαλώ αιματηρό τέλος 5. (ως ιατρ. όρος) κάνω… … Dictionary of Greek
αιμορραγώ — (Α αἱμορραγῶ) [αἱμορραγής] έχω αιμορραγία, πάσχω από αιμορραγία νεοελλ. 1. υποφέρω, είμαι τραυματισμένος ψυχικά 2. «πληγή που αιμορραγεί», ψυχικό τραύμα, πόνος που δεν μπορεί κανείς να απαλύνει … Dictionary of Greek
ακανθοπλήξ — ἀκανθοπλὴξ ( ῆγος), ο, η (Α) ο τραυματισμένος από αγκάθι ψαριού (Ὀδυσσεὺς ἀκανθοπλήξ τίτλος χαμένου δράματος τού Σοφοκλή). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκανθα + πλὴξ < πλήττω] … Dictionary of Greek
ατραυμάτιστος — η, ο (AM ἀτραυμάτιστος, ον) μη τραυματισμένος, άτρωτος αρχ. αυτός που δεν προέρχεται από τραύμα … Dictionary of Greek
θεοσκοτωμένος — η, ο 1. (σε κατάρα) αυτός τον οποίο πρέπει να αφανίσει ο θεός 2. βαριά τραυματισμένος σε διάφορα σημεία τού σώματος … Dictionary of Greek
καρδιότρωτος — καρδιότρωτος, ον (Μ) τραυματισμένος στην καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + τρωτος (< τρωτός < τιτρώσκω «τραυματίζω»), πρβλ. μυό τρωτος, τενοντό τρωτος] … Dictionary of Greek
μανός — I Επώνυμο παλαιότατης και ονομαστής οικογένειας της Κωνσταντινούπολης, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στην πολιτική, κοινωνική και στρατιωτική ζωή από τον 17ο έως και τον 19ο αι. 1. Αλέξανδρος (1755 – 1815). Αξιωματούχος του Πατριαρχείου… … Dictionary of Greek
ποθόβλητος — ον, Α 1. βληθείς, χτυπημένος, τραυματισμένος από πόθο («ποθοβλήτου Ἀναξαγόρα», Σιλεντ.) 2. αυτός που διεγείρει, που προκαλεί τον πόθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόθος + βλητος (< βάλλω «χτυπώ»), πρβλ. κεραυνό βλητος] … Dictionary of Greek
τενοντότρωτος — ον, Α τραυματισμένος στους τένοντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τένων, οντος + τρωτός (< τιτρώσκω), πρβλ. νευρό τρωτος] … Dictionary of Greek
τραυματίας — ο, ΝΜΑ, και ιων. τ. τρωματίας Α αυτός που φέρει τραύμα, τραυματισμένος, λαβωμένος (α. «τραυματίας πολέμου» αυτός που τραυματίστηκε κατά τη διάρκεια πολεμικής ενέργειας και, κατ επέκτ., αυτός που έχει υποστεί μόνιμη σωματική βλάβη από τραυματισμό… … Dictionary of Greek
τραυματιαίος — ιαία, ον, Α τραυματισμένος, πληγωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραῦμα, τραύματος + κατάλ. ιαῖος*] … Dictionary of Greek