τραπεζᾶν π
11PALAEA — Strab. pelandre Lusignano oppid. olim, nunc pagus Cypri mediterran. Item oppid. Cephaleniae. Polyd. Θεῶν τράπεζαν, Deorummensam, dictam fuisse, ob florum copiam, notat Steph. Constat autem, in sollenni laetitia mempsas aliaque loca floribus, apud …
12PARATRAPEZII — Graece παρατραπέξιοι, in Chron. Alex. dicti sunt, qui inter sacrae Liturgiae actus mensae, quae ad ἁγίαν τράπεζαν collata ernt, et παρατραπέξιον dicebatur, velut ministri, adstabant, Sucierus Thesaur. Eccles …
13SEPTERIUM — una ex 3. sollennitatibus nonô quôque annô Delphis olim celebrari solitis: quarum mentio apud Plut. Quaestion. Graec. Erat autem Σεπτήριον μίμημα τῆς πρὸς τὸν πύθωνα τȏυ θεοῦ μάχης, καὶ τῆς μετα τὴν μάχυς̔ν ἐπὶ τὰ τέμπη φυγῆς καὶ ἐκδιώξες.… …
14TENEDOS — quae Tenedo Sophiano, insul. maris Aegaei, sive Hellesponti parva, amoena, contra Sigeum, Troadis promuntor. inde 12. mill. pass. (sed teste Strabone 40. stad. ad 80. patens) in Occasum et Circium distans, Apollim, qui ibi praecipue colebatur,… …
15άλας — Βλ. λ. άλατα. * * * ( ατος), το (Α ἅλας) (νεοελλ. και αλάτι, το αρχ. και ἅλς ἁλός, ο) 1. το χλωριούχο νάτριο, το μαγειρικό αλάτι που χρησιμοποιείται στη μαγειρική και στη συντήρηση τροφίμων (βλ. λ. άλατα) 2. η δύναμη που συντηρεί και κάνει… …
16επίπλεος — ἐπίπλεος, έα και ιων. τ. έη, ον και αττ. τ. ἐπίπλεως, ων (Α) [πλέος] εντελώς πλήρης, γεμάτος («τράπεζαν ἐπιπλέην ἀγαθῶν πάντων», Ηρόδ.) …
17επεισάγω — ἐπεισάγω (Α) [εισάγω] 1. εισάγω, φέρνω στο σπίτι δεύτερη σύζυγο ή παλλακίδα («ὁ παισὶν αὑτοῡ μητρυιὰν ἐπεισάγων», «ἐπεισάγων εἰς τὴν αὐτὴν οἰκίαν ἑταίρας», Ανδ.) 2. εισάγω κάτι νέο, παρουσιάζω κάτι καινούργιο («ἄλλην ἐπεισῆγε μηχανήν» επινόησε… …
18επιπροϊάλλω — ἐπιπροϊάλλω (Α) [προϊάλλω] 1. παραθέτω μπροστά σε κάποιον, βάζω μπροστά («ἢ σφῶιν πρῶτον μὲν ἐπιπροΐηλε τράπεζαν», Ομ. Ιλ.) 2. στέλνω σε κάποιον …
19κατασκευάζω — (AM κατασκευάζω Α και δωρ. τ. κατασκευῶ, όω) 1. σχηματίζω, φτειάχνω κάτι από κάποιο υλικό ή από διάφορα υλικά, δημιουργώ κάτι (α. «κατασκευάζω γέφυρα» β. «κατασκευάζω ἐπιτείχισμα ἐπὶ τὴν Ἀττικήν», Δημοσθ.) 2. επινοώ με δόλιους σκοπούς,… …
20κοσμώ — (I) (ΑM κοσμῶ, έω) [κόσμος] 1. στολίζω, εξωραΐζω, προσδίδω κάλλος, διακοσμώ (α. «εκόσμησαν την πόλη με αγάλματα» β. «τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον», Πίνδ. γ. «χαλκοῑς σῶμ ἐκοσμήσανθ ὅπλοις», Ευρ.) 2. μτφ. καλλωπίζω, ομορφαίνω («εὖ μὲν τούσδ… …