Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

τραγουδίστρια

См. также в других словарях:

  • μυρτίς — Τραγουδίστρια και λυρική ποιήτρια από την Ανθηδώνα της αρχαίας Βοιωτίας. Λέγεται ότι δίδαξε την τέχνη της στην Κόριννα και στον Πίνδαρο. * * * μυρτίς, ἡ (ΑΜ) ο καρπός τής μύρτου, το μύρτο 2. μυρτίδανον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος + κατάλ. ίς (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • Βλαχοπούλου, Ρένα — (Κέρκυρα 1920 –). Ηθοποιός και τραγουδίστρια. Η πιο αγαπημένη Κερκυραία του εγχώριου σινεμά και του θεάτρου ήταν ήδη φτασμένη τραγουδίστρια όταν μπήκε στον κινηματογράφο, που την καθιέρωσε ως την εκρηκτική και γεμάτη διάθεση για ζωή Ρένα της… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • αοιδός — Όνομα που έδιναν στην αρχαιότητα σε επαγγελματίες τραγουδιστές· οι α. αποτελούσαν ξεχωριστή επαγγελματική τάξη (φύλον α.)και ανήκαν στους δημιουργούς, ήταν δηλαδή άνθρωποι σεβαστοί γιατί ήξεραν να κάνουν κάτι. Πολλές πληροφορίες για τους α.… …   Dictionary of Greek

  • γκέισα — Ιαπωνική λέξη που δηλώνει την επαγγελματία χορεύτρια και τραγουδίστρια. Οι γ. διαλέγονται παραδοσιακά ανάμεσα στις ωραιότερες νέες. Από ηλικία δέκα ετών φοιτούν σε ειδικά σχολεία όπου μαθαίνουν τραγούδι, απαγγελία ποιημάτων, χορό, διάφορα μουσικά …   Dictionary of Greek

  • μαντόνα — (Madonna Louise Veronica Ciccone, Ρότσεστερ 1958 –). Αμερικανίδα τραγουδίστρια της ποπ και ηθοποιός. Σπούδασε χορό και ηθοποιία σε κολέγια του Μίσιγκαν και της Νότιας Καρολίνας. Το 1977 μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, συνεχίζοντας σπουδές χορού και δύο …   Dictionary of Greek

  • Αστεριάδη, Πόπη — (Αθήνα 1948 –). Τραγουδίστρια. Πρωτοεμφανίστηκε στον χώρο της μουσικής το 1965 και αποτέλεσε μία από τις σημαντικότερες εκπροσώπους του λεγόμενου Νέου Κύματος, μαζί με τους Μιχάλη Βιολάρη, Καίτη Χωματά κ.ά. Υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλής τις… …   Dictionary of Greek

  • Γκάρλαντ, Τζούντι — (Judy Garland, Μινεσότα 1922 – Λονδίνο 1969). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Αμερικανίδας ηθοποιού του κινηματογράφου και τραγουδίστριας Φράνσις Γκαμ (Frances Gumm). Ξεκίνησε στη θεατρική σκηνή σε ηλικία μόλις τριών ετών ως παιδί θαύμα, μαζί με τις… …   Dictionary of Greek

  • Εβόρα, Σεζάρια — (Cesaria «Cize» Evora, Μίντελο 1941 –). Τραγουδίστρια από το Πράσινο Ακρωτήριο της Αφρικής. Παρά την εντυπωσιακή φωνή της, κατόρθωσε να ηχογραφήσει τον πρώτο δίσκο της La Diva aux pieds nus μόλις το 1988 στο Παρίσι. Ο δεύτερος δίσκος της Miss… …   Dictionary of Greek

  • Ισλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ισλανδίας Έκταση: 103.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 279.384 (2002) Πρωτεύουσα: Pέικιαβικ (112.268 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της βόρειας Ευρώπης. Βρέχεται από τον Βόρειο Ατλαντικό ωκεανό καθώς και από τη θάλασσα της… …   Dictionary of Greek

  • Κλούνεϊ, Ρόζμαρι — (Rosemary Clooney, Κεντάκι 1928 – 2002). Αμερικανίδα ηθοποιός και τραγουδίστρια. Ξεκίνησε την καριέρα της σε ηλικία 13 ετών, τραγουδώντας μαζί με την αδελφή της Μπέτι στο ραδιόφωνο. Έγινε ιδιαίτερα διάσημη κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»