τραγικόν
1τραγικόν — τραγικός of masc acc sg τραγικός of neut nom/voc/acc sg …
2Liste griechischer Phrasen/Tau — Tau Inhaltsverzeichnis 1 τὰ ἑπτὰ θεάματα τῆς οἰκουμένης …
3τραγικός — ή, ό / τραγικός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην τραγωδία (α. «τραγική συγκίνηση» η συγκίνηση που νιώθει κανείς όταν παρακολουθεί μια τραγωδία β. «πρὸς τὰ πάθεα αὐτοῡ τραγικοῑσι χοροῖσι ἐγέραιρον», Ηρόδ.) 2. το αρσ. ως… …
4TRAGOEDIA — imitatio est per actiones illustris Fortunae, exi ru infelici, oratione gravi metricâ, Caes. Scaliger. qui illam e Comoedia quidem ortam, prius tamen excultam esle docet. Nomen ei, secundum Diomedem l. 3. a τράγος, et ᾠδὴ, quoniam olim actoribus… …
5νομάριον — (I) νομάριον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σκεῡος τραγικόν». (II) νομάριον, τὸ (Α) 1. υποκορ. τού νομή 2. υποκορ. τού νόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος / νομή + υποκορ. κατάλ. άριον] …
6παρακαταλογή — ἡ, Α μουσ. παρεκτροπή από την απλή και φυσική αλληλουχία και ακολουθία, η αλλαγή τών τόνων, τού ρυθμού, το είδος τής μουσικής μεταξύ μέλους και απαγγελίας, αφηγηματικός τρόπος απαγγελίας τραγουδιού («διὰ τί ἡ παρακαταλογή ἐν ταῑς ᾠδαῑς τραγικόν;» …
7σεμνός — ή, ό / σεμνός, ή, όν, ΝΜΑ σοβαρός, ευπρεπής, κόσμιος (α. «είναι σεμνός και συνετός νέος» β. «διακόνους ὡσαύτως σεμνούς, μὴ διλόγους», ΚΔ) νεοελλ. 1. συνεσταλμένος, ντροπαλός 2. συνετός, μετριόφρονας μσν. νέος, νεαρός, μικρός (ἅμα τῆς ἑαυτοῡ… …