τρί-παις
1τρίπαις — αιδος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει τρία παιδιά («τἆλλα πράττειν ἄνευ προστάτου διαγούσας, ὥσπερ αἱ τρίπαιδες», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + παῖς, παιδός (πρβλ. δί παις)] …
1τρίπαις — αιδος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει τρία παιδιά («τἆλλα πράττειν ἄνευ προστάτου διαγούσας, ὥσπερ αἱ τρίπαιδες», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + παῖς, παιδός (πρβλ. δί παις)] …