τρί-μορφος

  • 1τρίμορφος — η, ο / τρίμορφος, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζεται με τρεις διαφορετικές μορφές αρχ. στον πληθ. οἱ, αἱ τρίμορφοι και τὰ τρίμορφα τρεις, τρία («Μοῑραι τρίμορφοι», Αισχύλ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + μορφος (< μορφή), πρβλ. πεντά μορφος] …

    Dictionary of Greek