τρίχας βάπτειν

  • 1εψώ — (I) ἑψῶ, άω και όω (Μ) βράζω, ψήνω, μαγειρεύω, έψω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος μτγν. τ. τού έψω*]. (II) ἑψῶ, έω (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τὸ τὰς τρίχας βάπτειν» …

    Dictionary of Greek