τρίς
1τρις — τρίς, ΝΜΑ επίρρ. τρεις φορές (α. «καταδικάστηκε τρις εις θάνατον» β. «ἐν ταύτῃ τῇ νυκτὶ πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς ἀπαρνήσῃ με», ΚΔ. γ. «νῦν γὰρ πάρεστι καὶ δὶς αἰάζειν ἐμοὶ και τρίς», Αριστοφ.) αρχ. 1. φρ. α) «ἐς τρίς» ή «ἐπὶ τρίς» ώς τρεις… …
2τρίς — thrice indeclform (adverb) …
3Ὡς μὴ βασκανθῶ δὲ τρὶς εἰς ἐμὸν ἔπτυσα κόλπον. — ὡς μὴ βασκανθῶ δὲ τρὶς εἰς ἐμὸν ἔπτυσα κόλπον. См. Плюнь и дунь …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
4CUBUS — I. CUBUS apud Arnob. l. 2. Quadragenarium istum ad te voca; et ex eo perconctare non abstrusum aliquid, non involutum, non de triangulis, non de quadratis, qui sit Cubus aut dynamis: ut et dynamis, nomina sunt quadratorum numerorum. Vetus Auctor… …
5τρεις — τρία / τρεῑς, τρία, ΝΜΑ (απόλ. αριθμτ.) Ι. ΚΛΙΣΗ: α) δωρ. ονομ. αρσ. και θηλ. τρέες και τρῆς και τρῑς β) γεν. αρσ., θηλ. και ουδ. τριών, τριῶν γ) δοτ. αρσ., θηλ. και ουδ. τρισί και τριοῑσι και τρίεσσι, αιολ. τ. τρίσσι δ) αιτ. αρσ. και θηλ. τρεις …
6PLENUM — in coloribus, idem quod adstrictum, amarum, austerum, meracum, pressum, saturum, triste etc. quas voces vide hîc passim. In Tessera, latus illud, quod sex puncta habebat, sic dictum legimus: uti contra vacuum illud, in quo unitas tantum erat… …
7ληστρίς — λῃστρίς, ίδος, ἡ (Α) ληστρική, πειρατική («ὑπό λῃστρίδων νεῶν», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *ληϊδ τρίς < ληΐς, ίδος (άλλος τ. τού λεία) + επίθημα τρις (πρβλ. ζωσ τρίς, θερμασ τρίς)] …
8λαλητρίς — λαλητρίς, ίδος, ἡ (Α) φλύαρη γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαλῶ + επίθημα τρίς (πρβλ. αυλη τρίς, κληρω τρίς)] …
9λιβανωτρίς — λιβανωτρίς, ίδος, ἡ (Α) λιβανοθήκη, θυμιατήρι, λιβανιστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού λιβανωτίς, με επίθημα τρίς (πρβλ. ουρη τρίς, υμνη τρίς)] …
10μηλωτρίς — μηλωτρίς, ίδος, ἡ (Α) εργαλείο για εξέταση τραυμάτων ή για καθαρισμό τών αφτιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηλῶ «εξετάζω με τη μήλη» + επίθημα τρίς (πρβλ. λιβανω τρίς, στεφανω τρίς)] …