τρίμετρος
1τρίμετρος — consisting of three masc/fem nom sg …
2τρίμετρος — η, ο/τρίμετρος, ον, ΝΜΑ 1. (για στίχους) αυτός που αποτελείται από τρία μέτρα, δηλαδή στους ιαμβικούς, τροχαϊκούς και αναπαιστικούς στίχους, αυτός που αποτελείται από τρεις διποδίες, ενώ στους δακτυλικούς αυτός που αποτελείται από τρεις απλούς… …
3τρίμετρος — η, ο 1. μτφ., αυτός που αποτελείται από τρία μέτρα: Τρίμετρος στίχος. 2. το ουδ. ως ουσ., τρίμετρο, το στίχος που αποτελείται από τρία μετρικά πόδια ή από τρεις διποδίες: Ιαμβικό τρίμετρο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4τρίμετρον — τρίμετρος consisting of three masc/fem acc sg τρίμετρος consisting of three neut nom/voc/acc sg …
5τριμέτροις — τρίμετρος consisting of three masc/fem/neut dat pl …
6τριμέτρου — τρίμετρος consisting of three masc/fem/neut gen sg …
7τριμέτρους — τρίμετρος consisting of three masc/fem acc pl …
8τριμέτρων — τρίμετρος consisting of three masc/fem/neut gen pl …
9τριμέτρῳ — τρίμετρος consisting of three masc/fem/neut dat sg …
10τρίμετρα — τρίμετρος consisting of three neut nom/voc/acc pl …
- 1
- 2