τρίζῠγος
1τρίζυγος — ον, Α 1. αυτός που έχει συζευχθεί με άλλους δύο 2. τριπλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ζυγόν / ζυγός (πρβλ. ἑκατό ζυγος)] …
2τριζύγων — τρίζυγος three yoked fem gen pl τρίζυγος three yoked masc/neut gen pl τριζυγής gen pl τριζυγής masc/fem/neut gen pl …
3τριζύγης — τρίζυγος three yoked fem gen sg (attic epic ionic) …
4τριζύγοις — τρίζυγος three yoked masc/neut dat pl τριζυγής masc/fem/neut dat pl …
5ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… …
6τρίζυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α τρίζυγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ζυξ (< ζεύγνυμι), πρβλ. δί ζυξ] …
7τριζυγής — ές, Α τρίζυγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ζυγής (< ζυγός), πρβλ. τετρα ζυγής] …