τρίγλυφος
1τρίγλυφος — thrice cloven masc/fem nom sg τρίγλυφος thrice cloven fem nom sg …
2τρίγλυφος — η, ο / τρίγλυφος, ον, ΝΑ 1. αυτός που έχει τρεις γλυφές («αἰχμὴ τρίγλυφος» η τρίαινα, Οππ.) 2. (το θηλ., το ουδ. και σπαν. το αρσ. ως ουσ.) η τρίγλυφος, το τρίγλυφο(ν) και σπαν. νεοελλ. ο τρίγλυφος (στην αρχ. ελλ. αρχιτ.) στοιχείο τού διακόσμου… …
3τρίγλυφος — η, ο 1. αυτός που έχει τρεις γλυφές. 2. το αρσ. ως ουσ., τρίγλυφος και το ουδ. ως ουσ., τρίγλυφο, το τετράπλευρο διακοσμητικό μέλος του δωρικού θριγκού πάνω από το επιστύλιο, που έχει τρεις παράλληλες προεξοχές και τρεις γλυφές …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4τρίγλυφον — τρίγλυφος thrice cloven masc/fem acc sg τρίγλυφος thrice cloven neut nom/voc/acc sg τρίγλυφος thrice cloven fem acc sg τρίγλυφος thrice cloven neut nom/voc/acc sg …
5τριγλύφοις — τρίγλυφος thrice cloven masc/fem/neut dat pl τρίγλυφος thrice cloven fem dat pl τρίγλυφος thrice cloven neut dat pl …
6τριγλύφου — τρίγλυφος thrice cloven masc/fem/neut gen sg τρίγλυφος thrice cloven fem gen sg τρίγλυφος thrice cloven neut gen sg …
7τριγλύφων — τρίγλυφος thrice cloven masc/fem/neut gen pl τρίγλυφος thrice cloven fem gen pl τρίγλυφος thrice cloven neut gen pl …
8τριγλύφους — τρίγλυφος thrice cloven masc/fem acc pl τρίγλυφος thrice cloven fem acc pl …
9τρίγλυφα — τρίγλυφος thrice cloven neut nom/voc/acc pl τρίγλυφος thrice cloven neut nom/voc/acc pl …
10τρίγλυφοι — τρίγλυφος thrice cloven masc/fem nom/voc pl τρίγλυφος thrice cloven fem nom/voc pl …