τράχηλος
1τράχηλος — well reared masc nom sg …
2τράχηλος — Οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Κισσάμου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γραμβούσης. * * * ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράχαλος και ετερόκλιτος τ. πληθ. τράχηλα τὰ, Α 1. το στενό και κυλινδρικό τμήμα τού σώματος το οποίο… …
3τράχηλος — ο 1. ο λαιμός μαζί με το σβέρκο: Τον έπιασε απ τον τράχηλο. 2. σβέρκος: Τον χτύπησε στον τράχηλο και τον σκότωσε. 3. το στενό μέρος σε σπλάχνα ή κόκαλα: Ο τράχηλος της μήτρας. 4. το στενόμακρο μέρος διάφορων δοχείων, λαιμός: Τράχηλος του… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4τραχήλω — τράχηλος well reared masc nom/voc/acc dual τράχηλος well reared masc gen sg (doric aeolic) …
5τραχήλοις — τράχηλος well reared masc dat pl …
6τραχήλου — τράχηλος well reared masc gen sg …
7τραχήλους — τράχηλος well reared masc acc pl …
8τραχήλων — τράχηλος well reared masc gen pl …
9τραχήλῳ — τράχηλος well reared masc dat sg …
10τράχηλοι — τράχηλος well reared masc nom/voc pl …