το-επί-πᾱν

  • 71πάμφιλος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Ένας από τους 50 γιους του Αιγύπτου, που τον σκότωσε η σύζυγός του Δαναΐδα Δημοφίλη. 2. Μαθητής του Πλάτωνα και δάσκαλος του Επίκουρου. 3. Αθηναίος Δημαγωγός. Kαταδικάστηκε για κατάχρηση χρημάτων που …

    Dictionary of Greek

  • 72παμβώτωρ — παμβώτωρ, ορος, ὁ, ἡ, θηλ. και παμβώτις, ώτιδος (Α) πάμβοτος*, αυτός από τον οποίο τρέφονται όλοι («παμβώτι Γᾱ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + βώτωρ (< βόσκω), πρβλ. επι βώτωρ] …

    Dictionary of Greek

  • 73πανδέκτης — (digesta). Το κυριότερο τμήμα της ιουστινιάνειας κωδικοποίησης, του ρωμαϊκού δικαίου. Παλαιότερες νομικές συλλογές με τον τίτλο του «π.» είναι γνωστές, όπως του Λ. Ουλπ. Μαρκέλου (τριανταένα βιβλία πανδεκτών) που έζησε την εποχή της αυτοκρατορίας …

    Dictionary of Greek

  • 74πανεπιστήμιο — Σύνολο σχολών και ανώτερων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, με σκοπό την καλλιέργεια και παροχή επιστημονικής γνώσης. Ιστορία. Μπορεί να υπήρχαν σχολές για ανώτερη μόρφωση και στην κλασική εποχή στην Ελλάδα και στη Ρώμη, δεν είχαν όμως οργάνωση με μόνιμο …

    Dictionary of Greek

  • 75πανεπόρφνιος — ον, Α αυτός που διαρκεί ολόκληρη τη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐπί + ὄρφνη «σκοτάδι»] …

    Dictionary of Greek

  • 76πανεπώπης — ὁ Α αυτός που εποπτεύει τα πάντα («Ζηνὶ Θεῶν ὑπατῳ πανεπώπῃ», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐπὶ + ώπης (< ὄπωπα*)] …

    Dictionary of Greek

  • 77πανευέφοδος — ον, Α εξαιρετικά ευπρόσβλητος, ευπρόσιτος, ευκολοπέραστος, ευκολοπάτητος («ἔστι δ ἐπίπεδον καὶ πάνευέφοδον ἐπὶ τὴν πόλιν», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εὐέφοδος «ευπρόσιτος»] …

    Dictionary of Greek

  • 78παράπαν — ΝΑ επίρρ. (συν. με άρνηση και με το άρθρο το) ουδόλως, καθόλου («οὐκ εἰμὶ τὸ παράπαν ἄθεος», Πλάτ.) αρχ. 1. ολωσδιόλου, τελείως («ἀπαλλάσσετο ἐκ τῆς χώρης τὸ παράπαν», Ηρόδ.) 2. κατά μέσο όρο, περίπου («ἐπι διηκόσια τὸ παράπαν», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …

    Dictionary of Greek

  • 79πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… …

    Dictionary of Greek

  • 80ποσσήμαρ — Α επίρρ. πόσες μέρες, επί πόσες μέρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόσος + ἦμαρ με επιρρμ. χρήση «κατά τη διάρκεια τής ημέρας» (πρβλ. παν ῆμαρ)] …

    Dictionary of Greek