το-επί-πᾱν
61SIRBONIS — quae SIRBON Stephan. Serbonis Herodoto ac Diodero Siculo, Barathra Polybio, palus ingens, melius stagnum Palaestinae in Aegypti confinio inter Casinm et pelusium, in ora maris Syriaci. Dionys. Η᾿ δ᾿ ὅςςοι νοτερῇσιν ἐπ᾿ ἠϊόνεσϚι θαλάσϚης Παῤῤαλίην …
62ανά — πρόθ. (Α ἀνά) (με αιτ.) 1. (για τόπο) καθ’ όλη την έκταση, απ’ άκρη σ’ άκρη «η είδηση διαδόθηκε γρήγορα ανά την πόλη» «ἀνά πᾱσαν τήν Μηδικήν» (Ηρόδ. 1, 96) 2. (για χρόνο) «κατά τη διάρκεια, καθ’ όλη τη διάρκεια «ανά τους αιώνες» «ἀνά τόν πόλεμον» …
63θεόδημος — θεόδημος, ον (Μ) αυτός που ανήκει στους ανθρώπους τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δημος (< δήμος), πρβλ. πάν δημος, παρ επί δημος] …
64κάτω — και κάτου (ΑΜ κάτω) επίρρ. 1. σε κατώτερο σημείο, χαμηλά (α. «τόν πέταξε κάτω από το παράθυρο» β. «πᾱν δέ τ ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται», Ομ. Ιλ.) 2. χάμω, πάνω στη γη, πάνω στο έδαφος (α. «εμείς θα κοιμηθούμε κάτω» β. «έριξε κάτω τα μάτια της»… …
65καβάλα — Πόλη (υψόμ. 53 μ., 58.663 κάτ.) και λιμάνι της Μακεδονίας, πρωτεύουσα του νομού Κ. και έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Κ. είναι χτισμένη αμφιθεατρικά –ο αρχικός πυρήνας της πόλης είναι χτισμένος σε δύο λόφους, που τους ενώνει το παλιό μνημειώδες… …
66κατέχω — (AM κατέχω) 1. έχω κάτι υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος ενός πράγματος (α. «κατέχει το κτήμα» β. «κρατεῑν ὧν κατεσχήκασι κλήρων») 2. κρατώ υπό την εξουσία μου, εξουσιάζω (α. «ο εχθρός κατέχει την πόλη» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», Ευρ.) 3.… …
67κοινοδήμιον — κοινοδήμιον, τὸ (Α) 1. δημόσιο δικαστήριο 2. κοινή, γενική συνέλευση τού λαού 3. (κατά το λεξ. Σούδα) «τὸ τῷ δημοσίῳ κοινόν». [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + δήμιον, ουδ. τού δήμιος (< δῆμος), πρβλ. επι δήμιος, παν δήμιος] …
68κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι …
69μεταδήμιος — και μετάδημος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει στον λαό («καὶ μή τι κακὸν μεταδήμιον εἴη», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που ζει, που βρίσκεται στην πατρίδα του, σε αντιδιαστολή με τον απόδημο 3. (για οίνο) επιχώριος, ντόπιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)… …
70πάγχαρτος — πάγχαρτος, ον (Α) παγχαρής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + χαρτός (< θ. χαρ τού χαίρω), πρβλ. επί χαρτος] …