το ἐπιτίμιον

  • 11επιτίμιο — το (AM ἐπιτίμιον) [επιτιμώ] (συνήθως στον πληθ. επιτίμια) ποινή, τιμωρία, πρόστιμο («τοῑσι δὲ παρακτωμένοισι ξεινικοὺς νόμους τοιαῡτα ἐπιτίμια διδοῡσι», Ηρόδ.) μσν. νεοελλ. τιμωρία σωματική ή χρηματική που επιβάλλει ο ιερέας ως πνευματικός σε… …

    Dictionary of Greek

  • 12επιτίμιος — ἐπιτίμιος, ον (Α) 1. έντιμος, αξιότιμος, δίκαιος («ἐπιτίμιος πόλις», επιγρ.) 2. αυτός που χρησιμεύει για να τιμηθεί κάποιος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιτίμιον βλ. επιτίμιο …

    Dictionary of Greek

  • 13πληκτισμός — ὁ, ΜΑ [πληκτίζομαι] μσν. 1. το να πλήττει, να χτυπάει κανείς κάτι 2. εκκλ. το επιτίμιον*. αρχ. το ερωτικό παιχνίδι με λόγια, χειρονομίες ή σαρκικές επαφές …

    Dictionary of Greek

  • 14προτίθεμαι — ΝΜΑ, και ο ενεργ. τ. προτίθημι Α έχω την πρόθεση να κάνω κάτι, σκοπεύω, σχεδιάζω (α. «προτίθεμαι να ταξιδεύσω» β. «πολλάκις προεθέμην ἐλθεῑν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) αρχ. ενεργ. προτίθημι 1. (για φαγητό ή γεύμα) τοποθετώ κάτι μπροστά από κάποιον, παραθέτω …

    Dictionary of Greek

  • 15τεσσαρακονθήμερος — η, ο / τεσσαρακονθήμερος, ον, ΝΜΑ, και τεσσαρακονταήμερος και τεσσαρανθήμερος, ον, ΜΑ αυτός που έχει διάρκεια σαράντα ημερών ή αυτός που γίνεται με τη συμπλήρωση σαράντα ημερών (α. «τεσσαρακονθήμερη νηστεία» το σαρανταήμερο β. «τεσσαρακονθήμερον… …

    Dictionary of Greek

  • 16'πιτίμια — ἐπιτίμια , ἐπιτίμιον value neut nom/voc/acc pl ἐπιτίμια , ἐπιτίμιος honourable neut nom/voc/acc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 17τἀπιτίμια — ἐπιτίμια , ἐπιτίμιον value neut nom/voc/acc pl ἐπιτίμια , ἐπιτίμιος honourable neut nom/voc/acc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 18ἐπιτιμίωι — ἐπιτιμίῳ , ἐπιτίμιον value neut dat sg ἐπιτιμίῳ , ἐπιτίμιος honourable masc/neut dat sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 19ЕПИТИМИЯ — [греч. ἐπιτίμιον], церковное наказание (прещение), налагаемое на мирян. Аналогичным наказанием для клириков является извержение из сана. Главная цель Е. состоит не в возмездии верующим за преступные деяния или ограждении их от таковых (хотя и… …

    Православная энциклопедия